24 Δεκεμβρίου 2013

Κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και ευρύτερη κοινωνική αλλαγή: Συμπλεύσεις, τριβές και προκλήσεις.

Ξεπερνώντας το δίπολο της επανάστασης και του ρεφορμισμού, αναδύονται στον 20ο αιώνα νέα πολιτικά προτάγματα που ασκούν έμπρακτη κριτική στον καπιταλισμό και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αντιπροτείνοντας μια ριζοσπαστική δημοκρατία από τα κάτω στηριγμένη στην αυτοδιαχείριση, τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη.


Θοδωρής Καρυώτης
Εισήγηση στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο 
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, 
Θεσσαλονίκη, 16 Δεκέμβρη 2013


Θέλω σήμερα να παρουσιάσω την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία (ΚΑΛΟ) ως κομμάτι, δυναμικό και αναπόσπαστο, της κίνησης προς μία κοινωνία πιο δίκαιή, ισότιμη και ελεύθερη. Ως τέτοιο, η ΚΑΛΟ βρίσκεται αναγκαστικά σε ένα συνεχή διάλογο με τις παραδόσεις της ευρύτερης αριστεράς, με όλα τα πολιτικά προτάγματα που τα τελευταία διακόσια χρόνια ευαγγελίζονται τον κοινωνικό μετασχηματισμό, από τον αναρχισμό μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία.

Είναι όμως στον εικοστό πρώτο αιώνα, με την αποτυχία της κρατιστικής προσέγγισης προς τον σοσιαλισμό και την επακόλουθη κρίση της αριστεράς, που η ΚΑΛΟ ανανοηματοδοτήται και αποκτά συμμάχους στα προτάγματα της αυτονομίας, της εργατικής αυτοδιαχείρισης και των κοινών αγαθών, σε μία ριζοσπαστική σύμπλευση προς την κοινωνική αλλαγή από τα κάτω. Στις εξεγέρσεις της Βραζιλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις πλατείες των αραβικών, ευρωπαϊκών και νοτιοαμερικάνικων κινημάτων διαμαρτυρίας, στα εγχειρήματα κοινωνικής αυτοοργάνωσης της Αργεντινής και του Μεξικού, αυτές οι ιδέες συναντιούνται, μπαίνουν σε διάλογο και συμμαχούν στην καθημερινή πράξη των κινημάτων και στην πληθώρα αυτοδιαχειριζόμενων εναλλακτικών εγχειρημάτων που αυτά αφήνουν πίσω τους όταν ο πρώτος ενθουσιασμός της εξέγερσης καταλαγιάζει.
θα προσπαθήσω εδώ να παρουσιάσω την ΚΑΛΟ ως ιστορικό δημιούργημα, ως ένα σημείο συνειδητοποίησης και ωρίμανσης των κινημάτων και ως ένα σταθμό στην πορεία για μια νέα κοινωνία. Ταυτόχρονα θα παρουσιάσω τρείς ακόμα ιδέες που στον 21ο αιώνα επηρεάζουν όσους σκέφτονται την κοινωνική αλλαγή ως μία κίνηση κοινωνικής αυτοδιάθεσης και όχι ως μία εκ των άνω επιβολή. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω τα σημεία σύμπλευσης, απόκλισης και τριβής μεταξύ αυτών των ιδεών στο πεδίο της καθημερινής πράξης των κινημάτων. Ας δούμε όμως πρώτα το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής, και ποιες προσεγγίσεις έχουν δοκιμαστεί ιστορικά.

Η κοινωνική αλλαγή

Στους δυο τελευταίους αιώνες τα κινήματα που θέλησαν να αλλάξουν την κοινωνία προς την κατεύθυνση της ισότητας και της ελευθερίας, χρησιμοποίησαν ένα από αυτά τα δυο εργαλεία: Την επανάσταση και την μεταρρύθμιση.
Η «επανάσταση» κληροδοτήθηκε στο δυτικό φαντασιακό από την Γαλλική επανάσταση και ευαγγελίζεται μια αλλαγή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή ένα μόνο μοντέλο που επιβάλλεται μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού, του κράτους, στην ολότητα της κοινωνίας. Η έννοια της επανάστασης προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη μιας επαναστατικής πρωτοπορίας, μιας ομάδας αποφασισμένων ανθρώπων οι οποίοι δρουν πάνω σε βεβαιότητες, και έχουν την αποστολή να πείσουν την υπόλοιπη κοινωνία ή να επιβάλλουν το όραμά τους πάνω σε αυτή, αφού ή κοινωνία θεωρείται ότι δεν είναι αρκετά ώριμη ακόμα και εμποδίζεται με κάποιο τρόπο από το να καταλάβει ποιο είναι το πραγματικό της συμφέρον.
Η πιο σημαντική επίπτωση του επαναστατικού φαντασιακού για τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης αποτελεί παράδοξο: Είναι η παραίτηση από το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής εδώ και τώρα, αφού σε ένα περίεργο παραλληλισμό με τη χριστιανική πίστη η ζωή πριν την Δευτέρα παρουσία/επανάσταση είναι αμαρτωλή/αλλοτριωμένη και μόνο μετά από αυτή θα ζήσουμε στη βασιλεία των ουρανών/μετεπανασταστική ουτοπία. Η ιδέα της επανάστασης σε αυτή την περίπτωση έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ευαγγελίζεται: την ακινητοποίηση των κοινωνικών κινημάτων και την αποποίηση της κοινωνικής αλλαγής εδώ και τώρα.
Η δεύτερη έννοια, η μεταρρύθμιση, δηλαδή η χρήση του  κράτους για την προώθηση αλλαγών στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, στις περισσότερες περιπτώσεις εκτονώθηκε στις διάφορες μορφές σοσιαλδημοκρατίας, κευνσυανισμού και κοινωνικού κράτους.  Έχει στο παρελθόν αποδειχτεί σωτήρας του καπιταλισμού, αφού το κοινωνικό κράτος και η πλήρης απασχόληση, όχι μόνο δεν απειλούν το υπάρχον, αλλά και αποτελούν την πλήρη ενσωμάτωση των δυνάμεων την κοινωνίας στη λογική του κράτους και του κεφαλαίου.  Η οριστική ήττα της ιδέας αυτής ήρθε στο τέλος του εικοστού αιώνα, όταν οι πολιτικοί φορείς της ιδέας της μεταρρύθμισης, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, μετατράπηκαν στους πιο αφοσιωμένους οπαδούς του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού, πολλές φορές πιο σκληρές στις αντικοινωνικές τους πολιτικές και από τις ίδιες τις συντηρητικές δυνάμεις.
Ξεπερνώντας το κουρασμένο δίπολο της αριστεράς, αυτό της επανάστασης και του ρεφορμισμού, αναδύονται στον 20ο αιώνα νέα πολιτικά προτάγματα,  που προτείνουν την υπέρβαση τόσο του κράτους όσο και της αγοράς ως οργανωτικών αρχών και κυρίαρχων θεσμών των ανθρώπινων κοινωνιών, ενώ ταυτόχρονα φέρουν εις πέρας μία έμπρακτη κριτική του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αντιπροτείνοντας μια ριζοσπαστική δημοκρατία από τα κάτω στηριγμένη στην αυτοδιαχείριση, τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη.
Πως μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την νέα στρατηγική κοινωνικής χειραφέτησης που δεν απαιτεί την καθολική και απότομη αλλαγή της κοινωνίας από τα πάνω, αλλά χτίζει την ελευθερία με υπομονή και επιμονή, μέρα με τη μέρα;
Η βασική παραδοχή αυτών των νέων προσεγγίσεων είναι ότι ο καπιταλισμός δεν είναι η μονολιθική και πανταχού παρούσα δύναμη που επιβάλλει τη λογική της στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων. Επιβιώνουν στην κοινωνία σχέσεις κοινοτικές, συλλογικές, συνεργατικές που δραπετεύουν από την λογική της εξατομίκευσης και της μεγιστοποίησης του οφέλους, της αφηρημένης εργασίας και της συσσώρευσης. Συνυπάρχει δηλαδή ο καπιταλισμός με τον μη καπιταλισμό, σε μια ανταγωνιστική σχέση.
Η παγκόσμια  οικονομική κρίση, αποτέλεσμα πολλών δεκαετιών επιβολής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και αντιστροφής όλων των κεκτημένων του εργατικού κινήματος,  δημιούργησε μια νέα κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτή η κίνηση μακριά από το κράτος και την αγορά, αποτυπώνεται στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα στην ανάδυση μίας σειράς από, μειοψηφικά μέχρι πρότινος, πολιτικά προτάγματα,  τα οποία οδηγούν σε συγκεκριμένες πρακτικές μέσα στα πολιτικά κινήματα που έχουν ως ορίζοντα την υπέρβαση του καπιταλισμού.
Θα προσπαθήσω εδώ να παρουσιάσω την ΚΑΛΟ όχι ως μεμονωμένο πρόταγμα, αλλά ως σύμμαχο, μαζί με άλλα πολιτικά κινήματα, σε αυτή την κίνηση μακριά από το κράτος και την αγορά που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα.

Αυτονομία

Το πρώτο από αυτά τα προτάγματα που αυτή η διατριβή προτίθεται να μελετήσει είναι αυτό της πολιτικής αυτονομίας. Με ποια έννοια;
Αυτονομία σημαίνει «συνδημιουργώ τους νόμους στους οποίους υπακούω», και απαντάται, στο πλαίσιο των κοινωνικών κινημάτων σε διάφορες μορφές:
α) αυτονομία των δυνάμεων της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο (αυτοδιαχείριση) β) αυτονομία του κοινωνικού υποκειμένου απέναντι στις δομές ενσωμάτωσης στον κυρίαρχο πολιτικό πολιτισμό, π.χ. τα κόμματα και τα κάθετα συνδικάτα γ) αυτονομία της κοινωνίας απέναντι στις κρατικές δομές δ) ιδεολογική αυτονομία του κοινωνικού υποκειμένου απέναντι στον κυρίαρχο πολιτισμό και  ε) κοινωνική και ατομική αυτονομία ως πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης.
Το πρόταγμα της πολιτικής αυτονομίας έχει τις ρίζες του σε τρείς μεγάλες πολιτικές παραδόσεις: τα κινήματα των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικάνικης ηπείρου, τον αναρχισμό και τον μαρξισμό.
Η ιστορία των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής στα 500 χρόνια από την «ανακάλυψη» της ηπείρου από τους Ευρωπαίους είναι μία ιστορία εκμετάλλευσης, αντίστασης και αγώνα για αυτοδιάθεση. Από την εξέγερση του Τούπακ Αμάρου στις Άνδεις του 16ου αιώνα μέχρι την εξέγερση των Ζαπατίστας στην Κεντρική Αμερική στα τέλη του εικοστού, οι αγώνες για χειραφέτηση των ιθαγενών είχαν πάντοτε ένα έντονο στοιχείο διεκδίκησης της πολιτικής και γεωγραφικής τους αυτονομίας, που περνάει από το συλλογικό έλεγχο της γής και των φυσικών πόρων μέσα από συμμετοχικές κοινοτικές δομές. Στην πολιτική αλλά και πολιτιστική σύγκρουση με τους Ευρωπαίους κατακτητές, οι ιθαγενείς της Αμερικής πάντα προέτασσαν την συλλογική απέναντι στην ατομική ιδιοκτησία, την κοινότητα και όχι το κράτος ως κέντρο της πολιτικής ζωής, και την υπεράσπιση των παραδοσιακών ταυτοτήτων, εθίμων, γλωσσών και διοικητικών δομών απέναντι στην ομογενοποίηση που επιβάλλουν τα (μετα)αποικιοκρατικά κράτη. Η αντίσταση αρθρώνεται μέσα από την ανάκτηση, επανανοηματοδότηση και υπεράσπιση των παραδοσιακών  κοινοτικών θεσμών, όπως για παράδειγμα το ejido (συλλογική γη) και το tequio (κυκλική και συμμετοχική ανάληψη καθηκόντων).
Ενώ ψήγματα αυτόνομης σκέψης υπάρχουν στους αναρχικούς θεωρητικούς, (Κροπότκιν, Μπακούνιν), και παρόλο που το αναρχικό κίνημα δημιούργησε σημαντικές στιγμές κοινωνικής αυτοδιάθεσης (π.χ. κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου), η επικράτηση της «Μπακουνικής παράδοσης», δηλαδή της αντίληψης της εξουσίας ως κάτι εγγενώς και μονοσήμαντα αρνητικού και της εμμονής στην καταστροφή ως απαραίτητη προϋπόθεση της δημιουργίας, δεν επιτρέπει στο κίνημα αυτό να πειραματιστεί ευρέως με νέα κοινωνικά μορφώματα και θεσμούς. Ο θεωρητικός που θα συνεισφέρει περισσότερο στην ιδέα της αυτονομίας είναι ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν, ο οποίος μελετάει, τον 19ο αιώνα, τις πρακτικές αλληλοβοήθειας των νεοφώτιστων εργατικών συνεταιρισμών και καταλήγει ότι οι αρχές της συνεργασίας και της αμοιβαιότητας αποτελούν  απάντηση στο πρόβλημα της εκμετάλλευσης και προεικονίζουν την μελλοντική χειραφετημένη κοινωνία.
Μέσα στην παράδοση του μαρξισμού, οι ιδέα της αυτονομίας κατακρίνεται από τα κυρίαρχα ρεύματα του λενινισμού (μαοϊσμός, σταλινισμός, κτλ). Ωστόσο μία νέα γενιά θεωρητικών ξεκινώντας από τη δεκαετία του 60 θα αναγνωρίσει ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου ξεπερνάει πλέον την σφαίρα της παραγωγής και επεκτείνεται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι ο αγώνας για απελευθέρωση προϋποθέτει την απόρριψη της εργασίας και την μάχη για αυτονομία του κοινωνικού χρόνου μπροστά στην καπιταλιστική χρονικότητα. Σε αυτή την προσπάθεια «αποαποικιοποίησης» της καθημερινότητας, σημαντικό ρόλο θα έχουν, ταυτόχρονα με τους εργατικούς αγώνες, οι αγώνες όλων των καταπιεσμένων πληθυσμών.  Αυτά τα μαρξιστικά ρεύματα υπερασπίζονται την αυτονομία του προλεταριάτου ως μέσο δράσης αλλά και ως ορίζοντα του αγώνα και αποκρυσταλλώνονται στη σκέψη θεωρητικών όπως ο Καστοριάδης, ο Holloway και ο Negri.
Η έννοια της αυτονομίας παίζει πολλαπλό ρόλο μέσα στα κοινωνικά κινήματα, αφού μπορεί να μελετηθεί ως αφετηρία, ως σκοπός, ως μέσο, ως διαδικασία και ως προεικόνιση μιας μελλοντικής κοινωνίας. Οι ιδέες αυτές έρχονται στο προσκήνιο μέσα από τα κινήματα του 21ου αιώνα, με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα, αλλά και με τα κύματα διαμαρτυρίας του 2011 στον αραβικό κόσμο, στην ιβηρική χερσόνησο και στον αγγλοσαξονικό κόσμο, όπως επίσης και με τις εξεγέρσεις του 2013 στη Βραζιλία, τη Βουλγαρία και την Τουρκία.

Η Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία

Ως κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να οριστεί η οικονομική δραστηριότητα που δεν υπάγεται στην αγορά, η οποία αναγνωρίζει μόνο ιδιωτικά αγαθά, αλλά ούτε και στο κράτος, το οποίο αναγνωρίζει δημόσια αγαθά. Ανάμεσα στο κράτος και την αγορά «υπάρχουν μορφές δραστηριοτήτων και παραγωγής οι οποίες προέρχονται από συλλογικές - ενωσικές πρωτοβουλίες ανθρώπων (κοινότητες ή ομάδες) που παράγουν κοινά αγαθά [...]». Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έχει τις ρίζες της στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και γενικότερα στο συνεταιριστικό κίνημα, αφού το τελευταίο αποτελούσε πάντα ένα εργαλείο αντίστασης των ανίσχυρων απέναντι στα παγιωμένα συμφέροντα των ισχυρών. Οι αρχές του συνεργατισμού εξασφαλίζουν ισοτιμία στη λήψη αποφάσεων, παραγωγή προσαρμοσμένη στις ανάγκες του πληθυσμού και αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των παραγωγών.  Στην Ελλάδα, το συνεταιριστικό κίνημα συνεισέφερε σχεδόν για ένα αιώνα στην ανάπτυξη της υπαίθρου και στο βιοπορισμό των μικρών αγροτών, πριν αφομοιωθεί από τις πελατειακές δομές των πολιτικών κομμάτων και γνωρίσει την παρακμή στα τέλη του 20ου αιώνα.
Ωστόσο, η έλευση του νεοφιλελευθερισμού στις αρχές του εικοστού πρώτου, και η διάλυση των μηχανισμών αναδιανομής (κοινωνικό κράτος, δωρεάν υγεία, δημόσια αγαθά) δημιούργησε μια έκρηξη κοινωνικής δημιουργικότητας προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.  Η απόσυρση του κοινωνικού κράτους και η επιβολή της λογικής της αγοράς σε νέους τομείς της κοινωνικής ζωής, είχαν ως «παρενέργεια» την απαγκίστρωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από την κρατική κηδεμονία, και την ανάδειξη των δυνάμεων συνεργασίας και αλληλεγγύης της ίδιας της κοινωνίας.
Η έμφαση αυτών των νέων εγχειρημάτων είναι στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην αυτοδιεύθυνση μέσα από οριζόντιες διαχειριστικές δομές, και στη δικτύωση μεταξύ διαφορετικών πρωτοβουλιών.  Στην αρχή του κέρδους, που διέπει την δραστηριότητα της αγοράς, και την αρχή της αναδιανομής, που διέπει την δραστηριότητα του κράτους, τα εγχειρήματα αυτά αντιπροτείνουν την αρχή της αμοιβαιότητας.  Η γοργά αναπτυσσόμενη κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης περιλαμβάνει χιλιάδες συνεταιρισμούς, ταμεία αλληλοβοήθειας, συλλόγους, μη-κυβερνητικές και εθελοντικές οργανώσεις.
Οι Νικολόπουλος και Καπογιάννης επιχειρούν να ξεχωρίσουν μέσα από αυτή την πληθώρα νέων εγχειρημάτων αυτά που διατηρούν ένα ανοιχτά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, καθώς εντάσσουν την οικονομική τους δραστηριότητα σε ένα ευρύτερο ριζοσπαστικό πρόταγμα κοινωνικής αλλαγής από τα κάτω, και στοχεύουν στην σταδιακή αντικατάσταση του κράτους και της αγοράς από ένα δίκτυο αυτοοργανωμένων πολιτικών και οικονομικών μορφωμάτων. Δρώντας με αφετηρία το τοπικό επίπεδο, στοχεύουν στην ανάπλαση των κοινωνικών δεσμών, τον μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων και την προστασία των συλλογικών αγαθών, ενώ εναντιώνονται ενεργά στις απόπειρες καταστολής και ενσωμάτωσης τους από το κράτος και τις δυνάμεις τις αγοράς.
Τα εγχειρήματα αυτά περιλαμβάνουν καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και δομές παράκαμψης μεσαζόντων, δίκτυα αχρήματων ανταλλαγών προϊόντων και υπηρεσιών,  χαριστικά παζάρια, κοινωνικά κέντρα, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα παραπάνω αποτελούν ατελείς και αυτοοργανωμένες απόπειρες παρέμβασης στην κοινωνική ζωή οι οποίες «απευθύνονται ανοιχτά σε πλειοψηφικά τμήματα του πληθυσμού μέσα από ετερόκλητα ... εγχειρήματα, προσπαθώντας να υποδαυλίσουν την λανθάνουσα επαναστατικότητα και να δώσουν ώθηση στη συνειδητή αυτοοργάνωση». Έχουν ως κοινή βάση την απομάκρυνση από την θεώρηση του καπιταλισμού ως ένα μονολιθικό σύστημα που υποτάσσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις στις κυρίαρχες αξίες και πρακτικές. Αντίθετα, θεωρούν ότι οι εναλλακτικές αξίες και πρακτικές συνυπάρχουν με τον καπιταλισμό στα πλαίσια μίας «πολυποίκιλης οικονομίας» και βρίσκονται σε μία ανταγωνιστική σχέση μαζί του, και μπορούν να αποτελέσουν την αφετηρία οικοδόμησης ενός διαφορετικού φαντασιακού και μιας στρατηγικής εξόδου.
Αυτό που επιχειρήθηκε εδώ είναι ένα πορτρέτο της ΚΑΛΟ από την σκοπιά του κοινωνικού μετασχηματισμού. Φυσικά η ΚΑΛΟ, όπως οποιαδήποτε διαδεδομένη κοινωνική πρακτική, έχει πολλές ακόμα διαστάσεις και νοηματοδοτήσεις.

Εργατική αυτοδιεύθυνση

Η διαχείριση της διαδικασίας παραγωγής από τους ίδιους τους εργάτες μέσα από εργατικά συμβούλια είναι πρακτική πολύ διαδεδομένη ιστορικά, ωστόσο διαμορφώνεται ως αυτόνομο πρόταγμα μέσα από την ιστορία της επαναστατικής σκέψης του 19ου και 20ου αιώνα. Στην ιστορία του εργατικού κινήματος, η οποία κυριαρχείται από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς, η κατάληψη των μέσων παραγωγής από τους εργάτες θεωρείται θεμιτή στο βαθμό που αυτή μετέπειτα  παραδίδει τον έλεγχο στις κεντρικές δομές του κράτους οι οποίες ελέγχονται από μία κομματική πρωτοπορία, ή οποία θα διαχειριστεί την παραγωγή εκ μέρους, και προς όφελος, των εργατών.
Έτσι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οποιαδήποτε απόπειρα των εργατών να διαχειριστούν την παραγωγή μέσα από δικές τους οριζόντιες και συμμετοχικές διαχειριστικές δομές, έχει ιστορικά συναντήσει την αντίσταση όχι μόνο του κεφαλαίου, αλλά και των γραφειοκρατικών δομών του κράτους, των συνδικάτων και των κομμάτων της αριστεράς. Ωστόσο έχουν υπάρξει πολλά, κυρίως μειοψηφικά, ρεύματα της αριστερής σκέψης, που έχουν αναγνωρίσει την εργατική αυτοδιεύθυνση ως μία αυθεντική έκφραση της φυσικής τάσης των εργατών να μετασχηματίσουν μία κατάσταση καπιταλιστικής αποξένωσης σε πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο πάνω στη δραστηριότητα τους αλλά και στις ίδιες τις ζωές τους. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ο συμβουλιακός κομμουνισμός, ο τροτσκισμός, ο αναρχοσυνδικαλισμός, ο ιταλικός εργατισμός, αναγνώρισαν τον εργατικό έλεγχο πάνω στην παραγωγή ως την βάση μίας χειραφετημένης σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Το χαρακτηριστικό όλων των εμπειριών κατάληψης των μέσων παραγωγής και εργατικής αυτοδιεύθυνσης του τελευταίου αιώνα είναι ότι έχουν εμφανιστεί σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης. Αυτή η συνθήκη θέτει σε αυτά τα εγχειρήματα μία σειρά από προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την ανάγκη τους να εισέλθουν με ανταγωνιστικούς όρους στην καπιταλιστική αγορά σε περιόδους ύφεσης, αλλά και με την έλλειψη κεφαλαίων κίνησης, με τα απαρχαιωμένα ή προβληματικά μέσα παραγωγής, με το γεγονός ότι η επιχείρηση παράγει προϊόντα άχρηστα, επιβλαβή ή που δεν έχουν ζήτηση, κτλ. Η ενδεχόμενη οικονομική επιτυχία των εγχειρημάτων αυτών παρουσιάζει επίσης ένα διαφορετικό σύνολο προκλήσεων. Πώς θα εξασφαλιστεί το ότι η επιχείρηση παράγει για το κοινωνικό όφελος και όχι για το ατομικό όφελος των εργαζομένων; Πώς θα εξαλειφθεί το κίνητρο του κέρδους και πώς θα διατεθούν τα όποια πλεονάσματα; Πώς θα εξασφαλισθεί η συμμετοχή όχι μόνο των εργατών, αλλά και των καταναλωτών και της ευρύτερης κοινότητας, στις αποφάσεις που αφορούν την παραγωγή, διανομή και κατανάλωση;
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κατειλημμένες ή «ανακτημένες» επιχειρήσεις, ο τελευταίος αιώνας έχει να επιδείξει αμέτρητα παραδείγματα, με πιο εμβληματική περίπτωση αυτή του κινήματος ανακτημένων επιχειρήσεων στην Αργεντινή. Μετά την οικονομική και πολιτική κρίση του 2001, χιλιάδες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κλείσουν και εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι. Η λαϊκή εξέγερση του 2001 δημιούργησε τη συνείδηση ότι ο λαός μόνος του θα έπρεπε να βρει τη λύση, αφού οι κρατικές δομές και η οικονομία βρίσκονταν υπό κατάρρευση.  Χιλιάδες επιχειρήσεις πέρασαν στα χέρια των εργαζομένων μέσω καταλήψεων τον επόμενο καιρό, εκ των οποίων περισσότερες από 270 παραμένουν ενεργές μέχρι σήμερα.
Η ανάκτηση ενός εργασιακού χώρου διαφέρει πολύ από τους κλασσικούς εργατικούς αγώνες, αφού δεν οργανώνεται γύρω από κάποια αιτήματα (τα οποία μπορεί να υπάρχουν ή όχι), αλλά γύρω από την εκ νέου οργάνωση της παραγωγής μέσα από την εργατική αυτενέργεια. Αμφισβητεί έτσι ταυτόχρονα και τη μισθωτή σχέση εργασίας αλλά και την ανάγκη για κάποια  γραφειοκρατική οργάνωση των εργατών, απορρίπτει με λίγα λόγια την ανάγκη για εκ δεξιών ή αριστερών εξωγενή οργάνωση της παραγωγής και αναδεικνύει τον εργαζόμενο ως το πραγματικό δημιουργικό δρών υποκείμενο της εργασίας. 
Ταυτόχρονα έχει και μία σημαντική διαφορά από τα εγχειρήματα του συνεργατισμού και της ΚΑΛΟ: Στηρίζεται πάνω στην απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής, αποτελεί δηλαδή έμπρακτη απόρριψη τόσο της ατομικής και της κρατικής ιδιοκτησίας, όσο και του υπάρχοντος καταμερισμού εργασίας και των ταξικών κοινωνικών δομών που αυτή γεννάει.

Τα κοινά ή συλλογικά αγαθά

Η έννοια των κοινών ή συλλογικών αγαθών (commons) ως μορφής συλλογικής ιδιοκτησίας έχει μεγάλη ιστορία. Τις τελευταίες δεκαετίες ωστόσο έχει καθιερωθεί σαν ένα αναλυτικό εργαλείο για να περιγράψει, να εξηγήσει και να διεκδικήσει τρόπους συλλογικής διαχείρισης υλικών και άυλων αγαθών, από τη γη και το νερό μέχρι το λογισμικό υπολογιστών (software).
Πριν την αγροτική επανάσταση, 10.000 χρόνια πριν, όλη η γη ήταν συλλογική. Η ιδέα των συλλογικών αγαθών απαντάται στη Μεσαιωνική Ευρώπη, όπου παρά την μεγάλη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γης, το ένα τέταρτο της συνολικής έκτασης ήταν κοινή γη, συχνά νομικά αναγνωρισμένη ως τέτοια. Όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, είχαν πρόσβαση στην κοινή γή, στο νερό και τα δάση, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την διαβίωση τους. Σταδιακά οι κοινή γη άρχισε να «περιφράσσεται», και η «περίφραξη» έγινε ο νομικός όρος που περιγράφει την ιδιωτικοποίηση αυτού που είναι κοινό. Όπως περιγράφει ο Καρλ Μάρξ, στα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού εντάθηκε η διαδικασία «περιφράξεων», όπου η κοινή γη πέρασε στα χέρια των μεγάλων γαιοκτημόνων. Έτσι εξηγείται η γένεση του καπιταλισμού: ο καπιταλισμός προϋποθέτει μία εργατική τάξη την όποια θα εκμεταλλευτεί, και για να υπάρξει μία τέτοια τάξη θα πρέπει οι εργάτες πρώτα να απομακρυνθούν βίαια από τα μέσα της διαβίωσης τους. Σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς, αυτή η διαδικασία της περίφραξης δεν περιορίζεται στις απαρχές του καπιταλισμού, αλλά αποτελεί εγγενές στοιχείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Το 1968, ο Garret Hardin έγραψε το περιβόητο άρθρο του «Η τραγωδία των κοινών». Σε αυτό ισχυρίζεται ότι όπου υπάρχουν κοινοί πόροι (νερό, γη, χώροι αλιείας, κτλ.), η «λογική» συμπεριφορά του ατόμου, το οποίο θα προσπαθήσει να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια του χωρίς να λάβει υπόψη του την ευημερία της ευρύτερης κοινότητας, θα οδηγήσει αναπόφευκτα αυτό τον φυσικό πόρο στην εξάντληση. Η θεωρία του Hardin θα αναθεωρηθεί από την βραβευμένη με νόμπελ οικονομικών Elinor Ostrom, η οποία μελετώντας πολλά παραδείγματα διαχείρισης κοινών πόρων, συμπεραίνει ότι αυτοί πολύ σπάνια οδηγούνται στην εξάντληση, αφού συντηρούνται από μία ζωντανή κοινότητα που εξασφαλίζει την υπερίσχυση του κοινού καλού πάνω στην ατομική ωφέλεια. Απορρίπτοντας τον μεθοδολογικό ατομισμό του Hardin, η Ostrom προτείνει ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης των κοινών πόρων είναι μέσα από αυτό-διαχείριση σε τοπικό επίπεδο, όπου όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να συμμετέχουν στην δημιουργία αλλά και στην εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την εκμετάλλευση του πόρου.
Γύρω από τις ιδέες της Ostrom, έχει αναπτυχθεί σήμερα ένα εκτεταμένο και πολυσυλλεκτικό κίνημα που μελετάει τις πρακτικές δημιουργίας των κοινών (commoning) και τις κοινότητες που αναπτύσσονται γύρω τους σε πολλά διαφορετικά πεδία εφαρμογής: Διαχείριση του νερού και της γης, της εργασίας, της πληροφορίας, της επιστημονικής γνώσης, του λογισμικού υπολογιστών.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, «τα κοινά είναι οτιδήποτε θεωρούμε απαραίτητο για τη ζωή, όχι μόνο με τη βιολογική της έννοια. Είναι οι δομές που ενώνουν τα άτομα μεταξύ τους, τα υλικά και άυλα στοιχεία που όλοι έχουμε από κοινού και τα οποία μας συγκροτούνε ως μέλη μιας κοινωνίας και όχι ως απομονωμένα όντα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους».
Τα κοινά υπό αυτή τη θεώρηση είναι ένα εννοιολογικό εργαλείο που θα επιτρέψει στις τοπικές κοινωνίες να ανακτήσουν και να αυτοδιαχειριστούν όλα όσα έχασαν μέσα από διαδοχικές διαδικασίες περιφράξεων. Ένα καινούριο λεξιλόγιο βασισμένο στα κοινά αντιτάσσεται τόσο στην έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, θεμελιώδη αρχή της καπιταλιστικής αγοράς, όσο και στην έννοια της δημόσιας ιδιοκτησίας, κεντρική έννοια των κρατικών θεσμών. Μέσα από αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αγορά και το κράτος είναι μηχανισμοί που στερούνε τις κοινωνίες από τα μέσα αναπαραγωγής τους και τα παραδίδουνε στις επιχειρηματικές ελίτ στην πρώτη περίπτωση και στις γραφειοκρατικές ελίτ στην δεύτερη. Αγορά και κράτος έχουν αποδειχτεί συγκοινωνούντα δοχεία που εξαρτώνται το ένα από το άλλο για την ύπαρξη τους.

Αποθεωρητικοποίηση: Πως μεταφράζονται αυτές οι ιδέες στην πρακτική των κινημάτων;

Παρουσίασα λοιπόν μια σειρά από προτάγματα που αποτελούν τη βάση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, και οι κεντρικές τους ιδέες εκδηλώνονται στις διάφορες συλλογικότητες που δρουν στην Ελλάδα της κρίσης του 21ου αιώνα. Στη συνέχεια θα δούμε πως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ποιες είναι οι βασικές κριτικές και τα σημεία τριβής στην καθημερινή πράξη των κινημάτων. Θα θέσω κάποια ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς να αποπειραθώ να δώσω απαντήσεις, αφού οι απαντήσεις δεν μπορούν να παραχθούν θεωρητικά, αλλά μέσα από την καθημερινή πράξη των κινημάτων που εργάζονται για ένα πιο δίκαιο και ελεύθερο κόσμο.

1) Αυτονομία και ΚΑΛΟ

Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς το πρόταγμα της αυτοδιαχείρισης οδήγησε στην ΚΑΛΟ. Πολλά από τα πρωτοπόρα εγχειρήματα στον τομέα της ΚΑΛΟ ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια από μέλη του ευρύτερου ελευθεριακού κινήματος, αφού οι ιδέες της οριζοντιότητας, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης που αυτή πρεσβεύει ταιριάζουν γάντι με τα ελευθεριακά ιδεώδη. Δεν ήταν όμως μια εύκολη μετάβαση.
Το ελευθεριακό κίνημα στην Ελλάδα παίρνει διαστάσεις τη δεκαετία του 80 και του 90. Καταλήψεις και στέκια, ανεξάρτητοι εκδοτικοί οίκοι και πληθώρα αναρχικών πυρήνων διαδίδουν και υπερασπίζονται το ελευθεριακό ιδεώδες. Σε αυτά τα πρώτα του βήματα το ελευθεριακό κίνημα έχει πολύ έντονη την επιρροή της σκέψης του Μπακούνιν και συγκεκριμένα 2 σημεία με τα οποία κατά τη γνώμη μου το κίνημα αυτό καταδικάζει τον εαυτό του στο περιθώριο.
Α) Το ιδεώδες του αναρχοκομμουνισμού.  Σύμφωνα με αυτό, οι ελεύθερες κοινωνίες θα είναι αχρήματες, όλοι θα δουλεύουν μαζί, και ο καθένας θα παίρνει από αυτά που παράγει η κοινωνία σύμφωνα με τις ανάγκες του. Αυτό το ιδεώδες συμφωνεί με τον 19ου αιώνα, όπου στις περισσότερες κοινωνίες ο καταμερισμός εργασίας είναι μικρός και οι κοινότητες είναι οργανικά δεμένες και γεωγραφικά περιορισμένες. Αυτό στην πράξη θα οδηγήσει στην δαιμονοποίηση του χρήματος εν γένει, και μέσα στο νεοφώτιστο ελευθεριακό κίνημα στην Ελλάδα αυτό μεταφράζεται σε «καμία οικονομική δραστηριότητα στους χώρους μας» με την απλή εξίσωση οικονομία=χρήμα=κακό, που γέννησε το πρόταγμα της «αντιεμπορευματικότητας». Αυτό οδήγησε στο παράδοξο ότι ήταν πλέον αδιάφορο το πώς βγάζει κανείς χρήματα έξω από το αναρχικό στέκι, αρκεί να μην έχει οικονομική δραστηριότητα μέσα σε αυτό. Με αυτό τον τρόπο το ελευθεριακό κίνημα αρνήθηκε να συγκροτήσει μία συγκεκριμένη πρόταση οικονομικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, και αρκέστηκε στην «αντιεμπορευματική» διαχείριση του ελεύθερου χρόνου του.
Β) Η αντίληψη της εξουσίας ως κάτι αμιγώς κακό, και η αντίληψη της ανθρώπινης φύσης ως εγγενώς καλής, που όμως διαφθείρεται από την εξουσία. Σύμφωνα με αυτή την ιδέα του Μπακούνιν, απλά καταστρέφοντας την εξουσία θα ανθίσει η καλοσύνη της ανθρώπινης φύσης. Αυτό έκανε το ελευθεριακό κίνημα να δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην καταστροφή του υπάρχοντος, και έτσι να απομονωθεί από την μεγάλη μάζα της κοινωνίας ή οποία αποζητά την ασφάλεια, τη σταθερότητα, και την υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Και φυσικά ξέρουμε πλέον, τόσο από την κριτική του υποκειμένου που έκαναν οι Γάλλοι φιλόσοφοι των δεκαετιών του 60 και του 70, όσο και από την εμπειρία  αναρίθμητων επαναστάσεων, ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Και ότι η εξουσία είναι επιθυμητή και απαραίτητη όταν δεν βασίζεται στην κυριαρχία μιας ομάδας ανθρώπων πάνω σε άλλη, αλλά στην εκούσια συμφωνία μεταξύ ελεύθερων ανθρώπων, δηλαδή όταν στηρίζεται στην αυτονομία.
Με αυτές τις συνειδητοποιήσεις, το ελευθεριακό κίνημα πλησιάζει πιο κοντά στην ιδέα της αυτονομίας. Συνειδητοποιεί δηλαδή ότι θα πρέπει εδώ και τώρα να ξεκινήσει να οικοδομεί την κοινωνία που επιθυμεί, και όχι να περιμένει τη μαγική στιγμή της επανάστασης. Αναδύονται λοιπόν μέσα στο ελευθεριακό κίνημα οι άλλες μεγάλες του παραδόσεις, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός ή ο μουτουαλισμός του Προυντόν, και μεγάλα κομμάτια του υιοθετούν τις αρχές του συνεργατισμού.
Πολλές όμως είναι οι φωνές που αμφισβητούν ότι αυτή η δραστηριότητα έχει επαναστατικό ή χειραφετητικό περιεχόμενο. Επιμένουν ότι είναι απλά μία προσωπική λύση για να ξεφύγουν από την μισθωτή σκλαβιά, και δεν βλέπουν τις συνεργατικές τους δομές ως εργαλείο μετασχηματισμού της πραγματικότητας.

2) Εργατική χειραφέτηση και η ριζοσπαστικότητα της ΚΑΛΟ.

Όπως ανέφερα, η μεγάλη πρόκληση της Βιο.Με. προς το υπάρχον είναι η κατάληψη των μέσω παραγωγής. Με αυτό τον τρόπο αμφισβητείται η ίδια η βάση των ταξικών διαχωρισμών, όπως και η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας. Η Βιο.Με. αναγνωρίζει τον εαυτό της ως κομμάτι των εργατικών αγώνων, και δυσκολεύεται να ταυτιστεί με την ΚΑΛΟ, που σύμφωνα με τα λεγόμενα τους έχει πολύ έντονη της επιρροή των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και όχι της εργατικής τάξης. Ζεί όμως και ένα παράδοξο: Ο πιο πρόθυμος και αφοσιωμένος σύμμαχος της Βιο.Με. μέχρι τώρα, αν εξαιρέσει κάνεις τις (λίγες) ελευθεριακές και αριστερές οργανώσεις που τη συντροφεύουν από την αρχή, είναι ακριβώς τα  εγχειρήματα της ΚΑΛΟ, τα οποία τη βοήθησαν να αναπτύξει, να παράξει και να διαθέσει τα καθαριστικά που τώρα παρέχουν ένα μικρό εισόδημα στους εργαζόμενους, και τα οποία αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό την κάθε πρωτοβουλία τους.
Από την άλλη, το εργατικό κίνημα, μέρος του οποίου αισθάνεται η Βιο.Με., αντιμετωπίζει το εγχείρημα τους από εχθρικά μέχρι αδιάφορα, στην περίπτωση των μεγάλων συνδικάτων και των κομματικά καθοδηγούμενων εργατικών οργανώσεων, και με διστακτικότητα στην περίπτωση των εκατοντάδων σωματείων βάσης που έχουν βρεθεί σε εργασιακές διαμάχες τα τελευταία χρόνια, και έχουν διαλέξει το δρόμο της –συνήθως άκαρπης- διεκδίκησης των δεδουλευμένων και τελικά της ανεργίας, και όχι το δρόμο της κατάληψης των μέσων παράγωγης και της αυτοδιαχείρισης ακολουθώντας το παράδειγμα της Βιο.Με.

3) Ριζοσπαστικότητα και αφομοιωσιμότητα της ΚΑΛΟ

Όπως ανέφερα πιο πριν, ένας σημαντικό τμήμα των εγχειρημάτων της ΚΑΛΟ διατηρούν ένα ανταγωνιστικό χαρακτήρα, εντάσσουν την οικονομική τους δραστηριότητα σε ένα ευρύτερο ριζοσπαστικό πρόταγμα κοινωνικής αλλαγής από τα κάτω, και στοχεύουν στην σταδιακή αντικατάσταση του κράτους και της αγοράς από ένα δίκτυο αυτοοργανωμένων πολιτικών και οικονομικών μορφωμάτων.
Έτσι μπορούμε να συλλάβουμε ένα κομμάτι της ΚΑΛΟ ανταγωνιστικό στις ιεραρχικές δομές του κράτους και της αγοράς,  σε αντίθεση με ένα άλλο τμήμα της, το οποίο επιδιώκει την συνύπαρξη με την κρατική και ιδιωτική οικονομία την οποία συμπληρώνει, αφού πολλές φορές φλερτάρει με την φιλανθρωπία, επεμβαίνοντας στο πεδίο που το κοινωνικό κράτος αφήνει πίσω του κατά την υποχώρηση του, περιορίζονται στον να προσπαθούν να μετριάσουν μερικές από τις πιο καταστροφικές πτυχές αυτού του όντως καταστροφικού οικονομικού συστήματος.
Ένας χρήσιμος ορισμός της αλληλεγγύης είναι ότι είναι μια σχέση οριζόντια, ανάμεσα σε ομοίους,  ενώ η φιλανθρωπία είναι μία σχέση κάθετη, από τον ισχυρό προς τον αδύναμο, που όχι μόνο δεν αμφισβητεί τη σχέση κυριαρχίας, αλλά και την αναπαράγει.
Βλέπουμε όμως μία πολύ έντονη προώθηση, κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δυο πλευρών της ΚΑΛΟ που από την σκοπιά του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι «αδύναμες» μορφές της ΚΑΛΟ: Από τη μία τις φιλανθρωπικού τύπου ΜΚΟ, σε πολλές περιπτώσεις εξαρτώμενες οικονομικά αλλά και πολιτικά από κρατικές οι επιχειρηματικές δομές, και από την άλλη την έξαρση της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας» ως φάρμακο στην έλλειψη ανάπτυξης, δηλαδή οικονομικής μεγέθυνσης, σύμφωνα με το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού. Η ανάπτυξη αυτού του «τρίτου» τομέα αποτελεί αυτή τη στιγμή μέρος του προγράμματος της νεοφιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία με το άλλο χέρι ιδιωτικοποιεί ότι κινείται και διαλύει τη δημόσια υγεία και εκπαίδευση. 
Και όντως υπάρχουν πολλές φωνές -που παραδόξως βρίσκονται μέσα στο ρεύμα της ΚΑΛΟ αυτή την στιγμή- που καταγγέλλουν την ίδια την ΚΑΛΟ ως αποσπασματική, κατευθυνόμενη και αφομοιώσιμη.  Μία πολύ σημαντική κριτική που δεν γίνεται να αγνοηθεί, και έρχεται ιδιαίτερα από την μαρξιστική αριστερά είναι ότι η ΚΑΛΟ συνάδει και υποβοηθά την νεοφιλελεύθερη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Η κοινωνία λοιπόν επωμίζεται το βάρος της κοινωνικής αναπαραγωγής που πιο πριν το κράτος είχε αναλάβει μέσω των κοινωνικών παροχών, έτσι ώστε μια όλο και πιο μικρή καπιταλιστική τάξη να συνεχίζει απρόσκοπτα την συσσώρευση. Αυτή είναι άλλωστε και  η ουσία κάποιων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων των τελευταίων δεκαετιών,  όπως ο «Τρίτος Δρόμος» του Μπλερ ή η «Μεγάλη Κοινωνία» του Κάμερον.

4) Σκέψεις για τη συνέχεια

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ΚΑΛΟ είναι απαραίτητη στο δρόμο για ένα κόσμο πιο δίκαιο και πιο ελεύθερο, αλλά όχι αρκετή. Μένει να σκεφτούμε, με τρόπο συλλογικό, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να αποτελέσει κομμάτι ενος προτάγματος κοινωνικής αλλαγής απο τα κάτω.