7 Ιουνίου 2016

Τα κοινά της πόλεως

Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα σύντομο αλλά οξυδερκές κείμενο του Γιώργου Λιερού. Το βιβλίο του "Κοινα, κοινότητες, κοινοκτημοσύνη, κομμουνισμός" κυκλοφορησε μόλις απο τις "Εκδόσεις των Συναδέλφων".
Γιώργος Λιερός

  Τα κοινά της πόλεως, είναι η πολιτική ζωή μιας δημοκρατικής πολιτείας. Στην καθομιλουμένη, παίρνω μέρος στα κοινά, σημαίνει συμμετέχω στην πολιτική, σε μια πολιτική δημοκρατική, ανοιχτή στη συμμετοχή. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, χρησιμοποιεί τον όρο «τα κοινά», η Άρεντ: τα κοινά είναι η δημόσια σφαίρα, η οποία διακρίνεται από την  ιδιωτική. Πιο συγκεκριμένα – σύμφωνα με την Άρεντ – οτι δηλώνει ο όρος δημόσιο, είναι η δημόσια εμφάνιση και ο «κοινός κόσμος». Ο «κοινός κόσμος», δεν είναι παρά ο κόσμος «στην έκταση που είναι κοινός για όλους μας και διακρίνεται από τον χώρο που κατέχουμε ιδιωτικά μέσα σ’ αυτόν»˙ είναι ο δημιουργημένος από τον άνθρωπο κόσμος και «όσα συμβαίνουν μεταξύ εκείνων που τον κατοικούν από κοινού»˙ «ένας κόσμος πραγμάτων» (που έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής) ο οποίος «συνδέει και συγχρόνως χωρίζει τους ανθρώπους». Σύμφωνα με την ορολογία που εισάγει ο Δ. Κωτσάκης και στο πνεύμα της προσσέγγισης του, θα μπορούσαμε να πούμε οτι τα κοινά της πόλεως, είναι τα κοινά διά των οποίων συγκροτείται το πλήθος σε δημόσιο σώμα˙ οτι έχουν να κάνουν με το «καθολικό μέρος του κοινού χώρου που απαιτείται προκειμένου ο κοινός χώρος να ολοκληρωθεί ως  χώρος της άμεσης δημοκρατίας».

*
Τα κοινά είναι οι δωρεές της φύσης, τα δάση, οι παραλίες, ο αέρας και το νερό, τα οποία είναι γνωστά ως «τα κοινά της πάσι» ήδη από την εποχή του αρχαίου ρωμαικού δικαίου. Είναι οπωσδήποτε η συνεταιριστική διαχείριση κοινων πόρων, τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, τα κοινά αγαθά, τα κινήματα πολιτών που μετατρέπουν την κρατική ιδιοκτησία σε δημόσια κτήση. Είναι η αυτοοργάνωση της κοινωνίας, η όλη δημόσια και συλλογική ζωή σε διάκριση από την πολιτειακή εξουσία και την αγορά.
Ο κόσμος των κοινών των λαικών στρωμάτων σήμερα, είναι διάσπαρτες πρακτικές αυτοοργανωμένων κοινωνικών ομάδων – συγκροτημένων με βάση την κοινή κτήση, την από κοινού χρήση τμημάτων του περιβάλλοντός τους – οι οποίες ασκούνται σε όλη την έκταση της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Με τα κοινά της πόλεως, ερχόμαστε να μιλήσουμε για την μετατροπή του κόσμου των κοινών σε μια κοινή γλώσσα μιμητική και τελεστική, που καλύπτει όλο το φάσμα της προσωπικής και δημόσιας ζωής από τις δημόσιες τελετές έως την καθημερινότητα και επιτρέπει την με προσωπικό τρόπο ένταξη στην κοινότητα (ερχόμαστε να μιλήσουμε για την μετατροπή του κόσμου των κοινών σε κοινό κόσμο). Αυτή η κοινή γλώσσα, είναι εκείνη μιας μικρών διαστάσεων κοινωνίας, μιας δημοκρατικής πόλεως, της δημοκρατίας των συνεταιρισμένων παραγωγών, μιας πόλης ή μιας ομοσπονδίας κοινοτήτων με πολίτευμα την άμεση δημοκρατία. Από μια οικουμενική σκοπιά λοιπόν, το ακριβές θα ήταν να μιλήσουμε για πολλές τέτοιες κοινές γλώσσες, πολιτισμούς, κοινούς κόσμους. Η αταξική κοινωνία, σ’ αυτήν την προοπτική δεν θα ήταν μια οικουμένη ομοιογενής και αδιαφοροποίητη, μια παγκόσμια πολιτεία, αλλά ένας πολυκεντρικός κόσμος, εκείνος των 10.000 λαών, των 10.000 πατρίδων, των 10.000 πολιτισμών, ο κόσμος των δημοκρατιών των συνεταιρισμένων παραγωγών.

*
Τα κοινά υπάγονται στην ευρύτερη κρατική τάξη (στο κράτος σαν ενότητα ιδιωτικής και πολιτικής κοινωνίας) αλλά επίσης αναπτύσσονται στα διάκενα και τις ρωγμές αυτής της τάξης, σαν οι προπομποί μιας καινούριας κοινωνίας. Χωρίς τα κοινά, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αστικό κράτος, ούτε αγώνας για την ανατροπή του. Κάνοντας λόγο για τα κοινά της πόλεως, θέλουμε να αποδώσουμε μια πολύ κρίσιμη και καθοριστική στιγμή της έννοιας των κοινών, μιας έννοιας εν κινήσει. Τα κοινά της πόλεως θέτουν το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός πολιτικού σχεδίου, εναντίον της ηγεμονίας του κράτους και του κεφαλαίου, το ζήτημα εκείνου του πολιτικού πράττειν, χωρίς το οποίο τα κοινά των λαικών τάξεων δεν είναι παρά μερικές – μεταξύ πολλών άλλων – υποθέσεις της ιδιωτικής κοινωνίας. Βοηθούν να επικαιροποιήσουμε το όραμα της αταξικής, της κομμουνιστικής, της χωρίς κράτος κοινωνίας, να το φέρουμε μέσα στις καθημερινές κοινωνικές αντιθέσεις, δένοντάς το με την προάσπιση ή την κατάκτηση καινούριων λαικών αυτονομιών και να δημιουργήσουμε τις κοινωνικές προυποθέσεις, για την αναμέτρηση με το βιοπολιτικό κράτος, την επανάσταση, η προοπτική της οποίας, άμα γίνει ξανά χειροπιαστή, μπορεί να ανανοηματοδοτήσει και να μετατρέψει σ΄ένα ρωμαλαίο χειραφετικό κίνημα τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. 
Τα κοινά της πόλεως θέτουν το ζήτημα της λεγόμενης διαδικής εξουσίας, της κορυφαίας στιγμής της ταξικής πάλης, κατά την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες σ’ έναν αγώνα ζωής και θανατου δύο κοινωνίες, η συγκροτημένη σε κράτος κοινωνία και η νέα κοινωνία που αναδύεται μέσα από την επανάσταση – από την μια το κράτος, από την άλλη κοινωνικοπολιτικές αντιεξουσίες, που τείνουν να ολοκληρωθούν πολιτικά συντρίβοντας το κράτος. Πρόκειται για τη στιγμή της διχαστικής σύγκρουσης, της «ολοποιητικής αλλαγής», του «καθολικού σχεδίου κοινωνικής αναδιάρθρωσης», τη στιγμή που το επίδικο δεν είναι τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, από τις τύχες της ίδιας της πολιτείας. Τα κοινά της πόλεως είναι μια πολεμική διατύπωση, στρέφεται μεταξύ άλλων εναντίον του μικροεναλλακτισμού στις ρωγμές, εναντίον του φιλελευθερισμού (της δεξιάς, της αριστεράς ή των «αναρχικών»), εναντίον της μετα-πολιτικής σε όλες τις μεταμφιέσεις, συμπεριλαμβανομένων των νέο- ή μετα-αναρχικών˙ είναι επίσης κριτική απέναντι στην μαρξική σύλληψη της κοινωνίας των συνεταιρισμένων παραγωγών. 


*
Χρησιμοποιήσαμε τον όρο δημοκρατίες των συνεταιρισμένων παραγωγών αντί κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών, ακριβώς γιατί αποδίδουμε στο πολιτικό πράττειν, μια κεντρικότητα ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Υποστηρίζουμε την υπέρβαση της αστικής πολιτικής, όχι από την σκοπιά της μετα-πολιτικής (την σκοπιά του ιδιώτη) αλλά αντίθετα, στην προοπτική της διάσωσης και της αναβάθμισης του πολιτικού πράττειν. Η κομμουνιστική κοινωνία – μια κοινωνία χωρίς τάξεις αλλά όχι χωρίς συγκρούσεις – δεν μπορεί παρά να έχει μια πλούσια και έντονη πολιτική ζωή στο κέντρο. Επομένως γι’ αυτή την κοινωνία, η άμεση δημοκρατία δεν είναι ένα μεταβατικό πολίτευμα αλλά ένα αξιακό σύστημα, μια αντίληψη για τον άνθρωπο, ένας ολόκληρος πολιτισμός που την διέπει. Όμως, όπως το έθνος-κράτος υπήρξε ο κατ’ εξοχήν τόπος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έτσι και η πόλη είναι ο προνομιακός τόπος της άμεσης δημοκρατίας. Κατά συνέπεια η πόλη, το άστυ, θα ήταν ένας θεμελιώδης τόπος της κοινωνικής συγκρότησης, στις κοινωνίες των συνεταιρισμένων παραγωγών. Επιπλέον, χιλιάδες πολιτικά κυρίαρχες πόλεις και ομοσπονδίες κοινοτήτων σε μια ελεύθερη ανθρωπότητα, δεν θα είναι απλώς οι χιλιάδες παραλλαγές ενός πολιτειακού μοντέλου αλλά  χιλιάδες διακριτοί μεταξύ τους πολιτισμοί οι οποίοι ολοκληρώνονται σ’ ένα πλήθος ανεξάρτητων και διαφορετικών μεταξύ τους δημοκρατιών. Μπορούμε να φανταστούμε ένα βέλτιστο συνδιασμό εκτεταμένων κοινωνικών δικτύων, δικτύων προσώπων, κ.ά. με την εντατική τοπική οργάνωση, βασικός τύπος της οποίας θα ήταν η πόλη στην οποία οι σχέσεις είναι μεν υπερπροσωπικές αλλά τα μεγέθη όχι τόσο μεγάλα ώστε να αποτρέπουν τον έλεγχο των πολιτών στην πολιτεία (είναι όμως αρκετά μεγάλα, για να επιτρέπουν την αποκέντρωση επίσης και προς τα κάτω και την καλύτερη διασφάλιση του προσωπικού χώρου). Ο ρόλος των ακέφαλων δικτύων θα ήταν σημαντικός σε όλα τα επίπεδα αλλά θα έτεινε να γίνει σχεδόν αποκλειστικός στις πολύ μεγάλες κλίμακες, στην ηπειρωτική και την διηπειρωτική. 
Στην ίδια την πόλη η συνεργασία θα ήταν υπέρμετρα εντατική σ’ ένα «καθολικό μέρος του κοινού χώρου», μόνο σε σχέση μ’ αυτό το μέρος θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «πλήρη παρουσία της κοινωνίας στον εαυτό της» - η υπόλοιπη κοινωνική ζωή όμως θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι πραγματικά αποκεντρωμένη. Θα είχαμε πολλές δομές κοινοτικού τύπου, η καθεμιά με τα δικά της κοινά και ένα ανώτερο επίπεδο με τα κοινά της πόλεως – ο ρόλος του τελευταίου στον μετασχηματισμό των δομών κοινοτικού τύπου σε κοινωνικές δομές θα ήταν κεφαλαιώδης, θα τον χαρακτήριζε επαυξημένη η λαμπρότητα, η εξύψωση, το μεγαλείο, η φόρτηση με νόημα και σημασία του δημόσιου χώρου της παλιάς ανεξάρτητης δημοκρατικής πόλης (πρωτοϊστορικής, αρχαίας, μεσαιωνικής).

*
Την εποχή της Ευρωπαικής Επανάστασης (1917-1923), τα μαζικά εργοστάσια αποτέλεσαν δημόσιους χώρους ανάλογους με τις πλατείες στις μέρες μας και η αυτοδιαχείριση της παραγωγής, συνέπεσε με την άμεση δημοκρατία. Σήμερα όμως, η υφή της βιοπολιτικής παραγωγής, η διάχυση της εργασίας, η παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, θέτουν με οξύτητα νέα προβλήματα τα οποία ακόμη δεν μπορούμε να θίξουμε παρά με την βοήθεια του «μύθου», δηλαδή με την βοήθεια «συγκεκριμένων δημιουργιών της φαντασίας», οι οποίες ωστόσο μπορούν να ανοίξουν το δρόμο στην έλλογη κατανόηση και στη συνειδητή δράση. 


23/5/2016 - Ο  Κροπότκιν για τα κοινά της (μεσαιωνικής) πόλεως

«…Η μεσαιωνική αρχιτεκτονική ήταν μεγαλόπρεπη… επειδή γεννήθηκε από μια μεγάλη ιδέα. Όπως και η ελληνική τέχνη, ξεπήδησε από την ιδέα της αδελφότητας και της ενότητας που είχε εμπνεύσει η πόλη. Είχε ένα θάρρος που θα μπορούσε να αποκτηθεί μόνο με γενναίους αγώνες και νίκες, είχε τη ζωντάνια που διέπνεε κάθε δραστηριότητα της πόλης. Ένας καθεδρικός ναός ή δημόσιο κτήριο συμβόλιζε το μεγαλείο ενός οργανισμού που είχε χτίσει κάθε τέκτονας και κάθε λιθοξόος… Η κατασκευή του πανύψηλου καμπαναριού ενσάρκωνε τη ζωή της πόλης… Όπως και η Ακρόπολη της Αθήνας, ο καθεδρικός ναός της μεσαιωνικής πόλης προοριζόταν να εξυμνήσει το μεγαλείο της νικητήριας πόλης, να συμβολίσει την ενότητα των τεχνιτών , να εκφράσει τη δόξα κάθε πολίτη σε μια πόλη που ο ίδιος είχε δημιουργήσει… όλες οι ενώσεις πρόσφεραν λίγη πέτρα, κόπο και την καλαισθησία στο κοινό μνημείο τους. Κάθε συντεχνία εξέφραζε έτσι τις πολιτικές της πεποιθήσεις, αφηγούνταν με πέτρα ή χαλκό την ιστορία της πόλης, εκθειάζοντας της αρχές της “ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας”, επαινώντας τους συμμάχους της, καταδικάζοντας τους εχθρούς της… Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Φλωρεντίας, “μόνο τα έργα που ανταποκρίνονται στο μεγαλείο της κοινοτικής ομόνοιας μπορούν να εκτελούνται· αυτά που δημιουργούνται με την καρδιά όλων των πολιτών που ενώνονται από την κοινή τους θέληση”» .