22 Σεπτεμβρίου 2015

Αριστερός πραγματισμός, εκλογική αποχή και κοινωνική αποστράτευση: μια ευκαιρία για αναστοχασμό στο εσωτερικό των κινημάτων

Η πρωτοφανής αποχή, η κοινωνική αποκινητοποίηση και το επικείμενο κύμα σκληρών μέτρων λιτότητας καλούν για κριτικό αναστοχασμό μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.

Θοδωρής Καρυώτης,
Σεπτέμβρης 2015
Πρώτη δημοσίευση στα Αγγλικά στο opendemocracy.net

Πραγματικά, δεν έχουμε κανένα λόγο να πανηγυρίσουμε το θρίαμβο της αριστεράς στις εκλογές της Κυριακής. Οι Ευρωπαίοι αριστεριστές που έφτασαν στην Αθήνα για να υποστηρίξουν τον Τσίπρα έχουν δικαιολογία για να γιορτάσουν, αφού έχουν μια εξωτερική οπτική του ΣΥΡΙΖΑ, τις περισσότερες φορές εξιδανικευμένη. Σε ό,τι αφορά τους Έλληνες, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν έντιμοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμη είναι και μέλη του. Ωστόσο, μετά τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, το τελευταίο πράγμα που θα θέλουν να κάνουν αυτές τις μέρες είναι να πανηγυρίσουν.
Πώς μπορούν να το κάνουν, όταν από αύριο η κυβέρνηση με κορμό το Σύριζα θα ξεκινήσει την εφαρμογή ενός προγράμματος δομικής προσαρμογής που θα εξαπόλύσει σκληρή επίθεση στη φύση και τα λαϊκά στρώματα; Μια κυβέρνηση που έχει ήδη παραιτηθεί από την δυνατότητα να νομοθετεί ανευ κηδεμόνα, και η οποία βρίσκεται υπό συνεχή οικονομικό εκβιασμό από τους πιστωτές.
Αριστερός πραγματισμός και κοινωνική αποστράτευση


Το νέο σλόγκαν του Αλέξη Τσίπρα είναι η πάλη ενάντια στη διαφθορά και την ολιγαρχία, αφού ο νεοαποκτηθέντας του «πραγματισμός» του απαγορεύει πλέον να αντιμάχεται τα μνημόνια, τη λιτότητα και τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση. Έτσι, ορίζοντας της αριστεράς στην Ελλάδα έχει γίνει η "λιτότητα με ανθρώπινο πρόσωπο", η επιβολή της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας με “κοινωνική δικαιοσύνη” και “χωρίς διαφθορά”.
Δυστυχώς, κατά τους επόμενους μήνες πρόκειται να γίνουμε μάρτυρες της επέκτασης της «πολιτικής ωρίμανσης» και του «πραγματισμού» του πρωθυπουργού σε όλο και περισσότερους τομείς: ο “πραγματισμός” υπαγορεύει ότι δεν μπορείς να πολεμήσεις εναντία σε εκείνους που κατέχουν τον πλούτο και ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, ότι δεν μπορείς κλείσεις το χρυσωρυχείο στις Σκουριές, ότι θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν τελικά οι εταιρείες ύδρευσης, ότι δεν μπορείς να επιτρέψεις στους εργαζόμενους της ΒΙΟΜΕ να αμφισβητούν την ιδιωτική ιδιοκτησία, ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσεις τη διαμαρτυρία και τη διαφωνία κινητοποιώντας τις δυνάμεις της καταστολής.
Με λίγα λόγια, ο αριστερός πραγματισμός θα καταφέρει ο,τι η δεξιά αλαζονεία δεν μπόρεσε, δηλαδή να υποτάξει έναν πληθυσμό που εδώ και 5 χρόνια αγωνίζεται ενάντια στη νεοφιλελεύθερη επέλαση.
Όλο αυτό το διάστημα, τα κοινωνικά κινήματα βρίσκονται σε στάση αναμονής και περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκπληρώσει το ρόλο που ο ίδιος έθεσε για τον εαυτό του, αυτό του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις κοινωνικές αντιστάσεις και την εξουσία. Και ενώ η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα διαχείρισης επιτρέπει στην κυβέρνηση να κερδίζει πολιτικό χρόνο, η αποστράτευση των κινημάτων σημαίνει ότι οι αγώνες, ενάς-ένας, ηττούνται: οι εργαζόμενοι της αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ εξοστρακίζονται από τη νέα διοίκηση, το κίνημα κατά της εξόρυξης στη Χαλκιδική βλέπει τον τόπο του να καταστρέφεται... Ποιο είναι το επόμενο βήμα; Ίσως η αυτοδιαχειριζόμενη ΒΙΟΜΕ, που αγωνίζεται για να νομιμοποιήσει τη δραστηριότητά της σε αντίξοες συνθήκες; Ίσως το κίνημα του νερού της Θεσσαλονίκης, το οποίο πάλεψε σκληρά και σταμάτησε την ιδιωτικοποίηση, για να τη δει να τίθεται και πάλι επί τάπητος, σύμφωνα με τους όρους του νέου μνημονίου; Μήπως τα Κοινωνικά Ιατρεία, που κινδυνεύουν να χάσουν την αυτονομία τους, την ώρα που ή νέα κυβέρνηση συνεχίζει τις πολιτικές διάλυσης της δημόσιας υγείας;
Από την άλλη, η αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας να κινητοποιήσει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους δεν αποτέλεσε έκπληξη: παρά την αντιμνημονιακή ρητορική, το νέο κόμμα επανέλαβε πολλές από τις προβληματικές πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ: Συγκροτήθηκε με μια συγκεντρωτική διαδικασία, αποκλειστικά με κομματικά στελέχη, περιστράφηκε γύρω από εγωκεντρικές προσωπικότητες, προέβαλλε έναν ηγεμονισμό προς τα κινήματα και τις άλλες πολιτικές οργανώσεις, αναζήτησε οπαδούς και όχι συμμάχους, προέβαλλε το κρατιστικό του πρόγραμμα εθνικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης εκτός της Ευροζώνης ως το άγιο δισκοπότηρο της προοδευτικής πολιτικής. Απέτυχε να κινητοποιήσει πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, οι περισσότεροι από τους οποίους προτίμησαν να μείνουν στο σπίτι παρά να ψηφίσουν τη Λαϊκή Ενότητα. Απέτυχε, επίσης, να πείσει την απογοητευμένη κινηματική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, που αυτή τη στιγμή παραμένει σαστισμένη και πολιτικά άστεγη. Έτσι επιτράπηκε στον Τσίπρα να αναδειχθεί ο απόλυτος κυρίαρχος του εκλογικού παιχνιδιού.

Εκλογική αποχή και το "μικρότερο κακό'


Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε το εκλογικό ποσοστό του στις εκλογές της Κυριακής είναι τεκμήριο του ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συναινεί με το νέο «πραγματισμό» του κόμματος. Δύο σημεία πρέπει να τονιστούν εδώ:
Πρώτον, η στάση όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ως το “μικρότερο νεοφιλελεύθερο κακό” είναι σεβαστή. Οι αποφάσεις στο εκλογικό παιχνίδι εξ ορισμού στηρίζονται σε σύνθετους υπολογισμούς, πολιτικούς εκβιασμούς και μια σειρά από ηθικά διλήμματα που οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν αντιμετωπίσει τρεις φορές σε λιγότερο από 8 μήνες. Σε αυτή τη ρευστή και πολύπλοκη πολιτική κατάσταση, όσοι απέχουν για πολιτικούς λόγους δεν εχουν απαραίτητα ηθικό πλεονέκτημα σε σχέση με εκείνους που χρησιμοποιούν την ψήφο τους εργαλειακά. Ας μην προεξοφλήσουμε λοιπόν ότι όλοι όσοι ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αποτρέψουν την επαναφορά της απεχθούς Νέας Δημοκρατίας, πρόκειται να σταθούν με τα χέρια σταυρωμένα όταν η κυβέρνηση αρχίσει την μνημονιακή επιδρομή ενάντια στο λαό και τη φύση τους προσεχείς μήνες.
Δεύτερον, και σημαντικότερο, ενώ το πολιτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο για να διατηρεί τους τύπους και να εγγυάται τη αδιάλειπτη άσκηση της εξουσίας, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η πιο σημαντική πτυχή των εκλογών της Κυριακής ήταν η εκτόξευση της αποχής στο 45% από το 36% τον Ιανουάριο και από το 29% το 2009. Είναι εύκολο να υπολογίσει κανείς ότι σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων εγγεγραμμένων ψηφοφόρων αυτό μεταφράζεται σε 3-4 εκατομμύρια ανθρώπους που δεν ψηφίζουν (επιτρέποντας ένα περιθώριο σφάλματος των εκλογικών καταλόγων), ή περίπου ένα και μισό εκατομμύριο ανθρώπους που έχουν χάσει την πίστη τους στο πολιτικό σύστημα μετά την έναρξη της κρίσης. Αυτός ο τελευταίος αριθμός είναι συγκρίσιμος με τον αριθμό των ψηφοφόρων που στηρίζουν κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια.
Φυσικά δεν θα πρέπει να σπεύσουμε να συμπεριλάβουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους στις δυνάμεις της κοινωνικής χειραφέτησης και της αυτοδιάθεσης, όπως θα έκαναν κάποιοι απο τον αναρχικο χώρο. Σίγουρα, μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων απέχει από την ψήφο γιατί αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μια έμπρακτη συλλογική διαδικασία, όχι ως την τελετουργική εισαγωγή φακέλων σε μια κάλπη -αν και βεβαίως το ένα δεν αποκλείει απαραίτητα το άλλο. Παρ 'όλα αυτά, ένα μεγάλο φάσμα από συνθήκες και κίνητρα μπορούν να οδηγήσουν σε αυτή την απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα, ανάμεσά τους η απάθεια, η αδυναμία, ο ατομικισμός και η παραίτηση.
Το πολιτικό σύστημα δεν νοιάζεται καθόλου για αυτήν την τεράστια μάζα των απογοητευμένων πολιτών: εφόσον μένουν στο σπίτι τους και δεν ψηφίζουν κόμματα διαμαρτυρίας που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση, οι απέχοντες δεν είναι τίποτα άλλο από μια στατιστική. Αντίθετα, αυτοί που θα πρέπει να πραγματικά να ενδιαφέρονται για αυτό το κομμάτι του πληθυσμού είναι τα κοινωνικά κινήματα, αλλά και τα ιδεολογικά ρεύματα που αισθάνονται πιο κοντά στην κοινωνική βάση, δηλαδή το ελευθεριακό κίνημα και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Πώς μπορούμε να σπάσουμε τον τοίχο της απάθειας και του ατομικισμού, να συνδεθούμε με τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες των απογοητευμένων κομματιών του πληθυσμού, να καλλιεργήσουμε συλλογικό πνεύμα, κοινωνική οργάνωση και δημιουργικότητα, επιθυμία για αλλαγή και χειραφέτηση;

Η ανεπάρκεια των παγιωμένων πρακτικών μας


Δυστυχώς, μεγάλα κομμάτια των ελευθεριακών και αριστερών κινημάτων ανησυχούν περισσότερο για τη διατήρηση της ταυτότητάς τους παρά για τη σύνδεση με τους απογοητευμένους συμπολίτες τους. Κυκλοφορούμε τις δυσνόητες προκηρύξεις μας, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση· μένουμε προσκολλημένοι στην ιδεολογική μας καθαρότητα και τη μαξιμαλιστική ρητορική μας· φωνάζουμε οργισμένα συνθήματα κραδαίνοντας τις σημαίες μας· αποκαλούμε “οπορτουνιστικά” και “μικροαστικά” όσα εγχειρήματα δεν ανταποκρίνονται στα κριτήριά μας· νιώθουμε ευχαρίστηση όταν έχουμε μια χούφτα περισσότερους διαδηλωτές στις πορείες μας ή όταν τα κόμματα μας πάρουν μερικές χιλιάδες ψήφους παραπάνω στις εκλογές. Εντωμεταξύ, εκατομμύρια άνθρωποι εκεί έξω είναι διψασμένοι για κοινωνική αλλαγή, αλλά είναι πιθανότατα εγκλωβισμένοι σε μια εξατομικευμένη ύπαρξη, δεν κατανοούν την γλώσσα μας και τα μηνύματα μας, και έτσι δεν έχουμε κανένα τρόπο για να τους προσεγγίσουμε.
Ενώ πολλοί μπορεί να ερμηνεύσουν το 45% της αποχής ως μια υγιή απόρριψη των άσκοπων ιεροτελεστιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μπορεί κάλλιστα η αποχή αυτή να ερμηνευθεί και ως αποτυχία, ή μάλλον ως μια αλυσίδα αποτυχιών: η αποτυχία ενός κοινωνικού συστήματος να ενσωματώσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στον κορμό της κοινωνικής ζωής· η αποτυχία ενός πολιτικού συστήματος να προσφέρει αποτελεσματικούς τρόπους αλλαγής του εν λόγω κοινωνικού συστήματος· η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων και της ευρέως οριζόμενης “αριστεράς” να δημιουργήσουν ένα νέο φαντασιακό μετασχηματισμού αυτού του πολιτικού συστήματος.

Ευκαιρία για αναστοχασμό


Η πολιτική του “There is no alternative” («Δεν υπάρχει εναλλακτική») που προωθείται από την αριστερή μας κυβέρνηση είναι βέβαιο ότι θα εντείνει την εξατομίκευση και την απάθεια. Ωστόσο, μια κοινωνία που βρίσκεται για τόσα πολλά χρόνια υπό πίεση σίγουρα θα εκραγεί αργά ή γρήγορα. Τα κοινωνικά κινήματα στην Ελλάδα έχουν προβάλλει αξιοθαύμαστες απαντήσεις προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης τα τελευταία χρόνια, αλλά έχουν αποτύχει να αρθρώσουν αυτές τις απαντήσεις σε μια συνεκτική φωνή, μια πρόταση για την υπέρβαση της παρούσας πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Εξιδανίκευσαν την αποσπασματικότητα και τον κατακερματισμό, δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης, και ως εκ τούτου αφομοιώθηκαν ή περιθωριοποιήθηκαν από το ηγεμονικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο νέος κύκλος κινητοποίησης θα πρέπει να μας βρεί πιο έτοιμους να αφουγκραστούμε και να μοιραστούμε· να αφήσουμε πίσω την ταυτότητα μας και τη ζώνη άνεσης μας· να εγκαταλείψουμε την ιδεολογική μας περιχαράκωση και να βρούμε βάσεις για συνεργασία· να ομοσπονδιοποιήσουμε τα εγχειρήματα, τις αντιστάσεις και τις οργανώσεις μας και να αναζητήσουμε μια κοινή φωνή· να εκφράσουμε τις ιδέες μας, όσο περίπλοκες και να είναι, με απλά και καθημερινά λόγια· να δημιουργήσουμε εγχειρήματα που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας κοινωνικής πλειοψηφίας που δεν πιστεύει πλέον στις λύσεις που παρέχει το πολιτικό σύστημα. Με λίγα λόγια, να δημιουργήσουμε χώρους καθημερινής επαφής και συνδιαλλαγής των κινημάτων και της ευρύτερης κοινωνίας· να επιτρέψουμε τη συνύπαρξη ενός μεγάλου φάσματος ταυτοτήτων και ιδεών στους ζωτικούς χώρους μας, έστω κι αν αυτό φαίνεται σαν μια έκπτωση στην ιδεολογική μας καθαρότητα.
Η πύρρειος νίκη του αριστερού πραγματισμού στις εκλογές της περασμένης Κυριακής και ο καταποντισμός των κοινωνικών αντιστάσεων θα πρέπει να γίνουν αφορμή για μια διαδικασία αυτοκριτικής και προβληματισμού στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων και της ευρύτερης “αριστεράς”, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έχουμε μπροστά μας δύσκολες στιγμές αντίστασης, και τα κοινωνικά κινήματα, όσο και να φαίνονται μικρά και ασήμαντα, αποτελούν επί του παρόντος τη μόνη εναπομείνασα ανταγωνιστική δύναμη ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.