1 Ιουλίου 2015

To ΟΧΙ είναι η μόνη επιλογή που μπορεί να ανοίξει πεδία παρέμβασης για τα κοινωνικά κινήματα

O "κυρίαρχος λαός"  προσέρχεται στις κάλπες την Κυριακή με ένα πιστόλι στον κρόταφο. Ωστόσο, ένα ΟΧΙ είναι η μόνη επιλογή που μπορεί να ανοίξει πεδία παρέμβασης για την υπεράσπιση των κοινών αγαθών και την οχύρωση των συλλογικών μας εγχειρημάτων.

Η απόφαση της κυβέρνησης, αργά την περασμένη Παρασκευή, να θέσει τις προτάσεις των πιστωτών σε δημοψήφισμα εξέπληξε ακόμη και όσους, από τη σκοπιά των κοινωνικών κινημάτων, αγωνίζονται τα τελευταία χρόνια κατά της λιτότητας στην Ελλάδα. Εκείνες τις μέρες οι διαπραγματεύσεις είχαν φτάσει για άλλη μια φορά σε αδιέξοδο, το πρόγραμμα διάσωσης πλησίαζε στο τέλος του, και οι «θεσμοί» -γνωστοι στο παρελθόν και ως «τρόικα»- είχαν για πολλοστή φορά απορρίψει τις περιορισμένες και απέλπιδες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να μεταφέρει κάποια από τα κόστη της κρίσης στους έχοντες. Αντ' αυτού, απαιτούσαν μεγαλύτερες θυσίες από πλευράς των λαϊκών στρωμάτων: περαιτέρω μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, μια νέα επίθεση στα δημόσια και κοινά αγαθά, περαιτέρω άλωση των εργατικών και κοινωνικών κεκτημένων. Ζητούσαν, δηλαδή, τη συνέχιση ενός προγράμματος λιτότητας που όχι μόνο είχε βυθίσει μια ολόκληρη κοινωνία στην εξαθλίωση, αλλά και είχε αποδεδειγμένα αποτύχει στους στόχους που το ίδιο έθετε: να ελαφρύνει το δημόσιο χρέος και να ενεργοποιήσει την οικονομία της χώρας. Και το επιστέγασμα: ακόμη και η πρόταση 47 σελίδων της ελληνικής κυβέρνησης, την οποία απέρριψαν ως ανεπαρκή οι εταίροι/δανειστές, είχε όλα τα γνωρίσματα ενός νέου πακέτου μέτρων λιτότητας. Ως εκ τούτου, τα κοινωνικά κινήματα είχαν αρχίσει την προετοιμασία για να αντισταθούν σε ένα ακόμη μνημόνιο· οργανώθηκαν ακόμη και προπαρασκευαστικές συναντήσεις για την αναβίωση του κινήματος των πλατειών του 2011.


Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της κυβέρνησης να διοργανώσει δημοψήφισμα φάνηκε έντιμη ακόμη και σε όσους, μέσα στην αριστερά και τα κινήματα, ασκούν κριτική κατά της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι η εντολή που οι Έλληνες του έδωσαν τον Ιανουάριο, δηλαδή να αντιστρέψει τους όρους της λιτότητας χωρίς να έρθει σε ρήξη με τους πιστωτές, ήταν αδύνατο να έρθει εις πέρας. Ήταν επιτακτική ανάγκη, λοιπόν, να ρωτήσει και πάλι τους πολίτες σχετικά με το πώς θα προχωρήσουμε. Σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που κυβερνάται από τεχνοκράτες εντολοδόχους του οικονομικού κατεστημένου, το να ζητήσει μια κυβέρνηση από τους πολίτες να συμμετέχουν στις αποφάσεις που επηρεάζουν τη μοίρα τους μοιάζει ριζοσπαστική πράξη. Πράγματι, το σύνολο των ελληνικών μνημονιακών δυνάμεων κατήγγειλε την προκήρυξη του δημοψηφίσματος ως «πραξικόπημα».

Ωστόσο, πρέπει να κρατήσουμε αποστάσεις από τις φωνές που παρουσιάζουν θριαμβευτικά το δημοψήφισμα ως πράξη «άμεσης δημοκρατίας». Η άμεση δημοκρατία είναι η συνεχής συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των υποθέσεών τους χωρίς τη διαμεσολάβηση των επαγγελματιών πολιτικών, η ικανότητα των απλών ανθρώπων να καθορίσουν το περιεχόμενο του δημόσιου διαλόγου. Δεν μπορούμε να ονομάσουμε «πράξη άμεσης δημοκρατίας" ένα δημοψήφισμα που ζητά απλά από τους πολίτες να διαλέξουν πλευρά σε ζητήματα πολύ ασαφή, προϊόντα μιας σειράς συνεδριάσεων κεκλεισμένων των θυρών. Πράγματι, οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν σε αυτό το "ιστορικό" δημοψήφισμα, χωρίς να κατανοούν πραγματικά το ερώτημα, χωρίς να μπορούν να προβλέψουν τις συνέπειες της ετυμηγορίας τους, και χωρίς να έχουν συλλογικά διαμορφώσει ένα «σχέδιο Β» για την επόμενη μέρα.

Η ασάφεια αυτή αποτελεί ακριβώς την αχίλλειο πτέρνα του δημοψηφίσματος. Η κυβέρνηση καλεί το λαό να τοποθετηθεί σχετικά με το τελεσίγραφο των δανειστών. Αυτοί, με τη σειρά τους, επιμένουν ότι αυτό το τελεσίγραφο έχει αποσυρθεί, και ότι το πραγματικό ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι ένα ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ή ακόμη και στην ΕΕ. Η κυβέρνηση δεν έχει κάνει επαρκείς προσπάθειες για να εξηγήσει λεπτομερώς ποια είναι η πρόταση που καλούμαστε να απορρίψουμε, ούτε για να ανοίξει ένα γύρο διαβουλεύσεων και διαλόγου σχετικά με το μέλλον της χώρας, ούτε καν για να εξηγήσει ποιες θα ήταν οι πολιτικές προεκτάσεις ενός ΟΧΙ, πέρα από την επίμονη ότι μια αρνητική ετυμηγορία είναι ένα μέσο πίεσης στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις. Αυτή η «δημιουργική ασάφεια» σημαίνει πιθανότατα ότι ένα ΟΧΙ θα χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει μια συμφωνία με βάση τις τελευταίες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η οποίες μοιάζουν με ένα νέο μνημόνιο σε όλα εκτός από το όνομα, και οι οποίες έχουν δεχθεί έντονη κριτική από τα κοινωνικά κινήματα και την ευρύτερη αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της αριστερές πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ.


Αυτή η εργαλειοποίηση της λαϊκής ετυμηγορίας δημιουργεί δικαιολογημένα μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας. Οι Τσακαλώτος και Βαρουφάκης, επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας, ισχυρίζονται ότι το δημοψήφισμα θα μπορούσε να ακυρωθεί, ή εναλλακτικά η κυβέρνηση θα μπορούσε να ζητήσει ψήφο στο ΝΑΙ, εφόσον επιτευχθεί μια «ευνοϊκή» συμφωνία πριν από την Κυριακή. Δικαιολογημένα, πολλοί άνθρωποι αισθάνονται εξαπατημένοι, δεδομένου ότι το παραπάνω αποτελεί αναγνώριση του ότι ο παντοδύναμος «κυρίαρχος λαός» μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να μετατραπεί σε ένα απλό πιόνι στην πολιτικοοικονομική σκακιέρα.

Ένας καθοριστικός παράγοντας δυσπιστίας είναι ότι για μια ισχυρή μειοψηφία του πληθυσμού είναι προφανές ότι η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη έχουν γίνει ασυμβίβαστες με την Ενωμένη Ευρώπη, ότι οι κάτοικοι των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι και να καλούνται να πληρώσουν το κόστος της δομικής κρίσης της Ευρωζώνης, ότι η πολυπόθητη «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» δεν σημαίνει πλέον τίποτα περισσότερο από τη διείσδυση του κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της ζωής, τη θυσία του περιβάλλοντος, των κοινών και της ευημερία των κατώτερων τάξεων στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Μετά την αποτυχία της κυβέρνησης της οποίας ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει ακόμη και την παραμικρή ρωγμή στην Ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, υπάρχει μια σταδιακή συνειδητοποίηση ότι, παρά το μεγάλο κόστος της μετάβασης, μια απλή και αυτάρκης διαβίωση έξω από την Ευρωζώνη είναι προτιμότερη από τα δεσμά του χρέους μέσα σε αυτή. Ωστόσο, για τους περισσότερους ανθρώπους, η στάση τους απέναντι στο ευρώ δεν έχει σχέση με τις μακροπρόθεσμες υλικές προσδοκίες τους, αλλά με τον φόβο για το άγνωστο, τον φόβο της βραχυπρόθεσμης οικονομικής αποσταθεροποίησης ή ακόμα και φόβους σχετικά με την ελληνική εθνική ταυτότητα και το «ανήκομεν εις την δύσιν» . Αυτό εξηγεί γιατί στις πρόσφατες διαδηλώσεις υπέρ του ΝΑΙ, που διοργανώνονται από της μνημονιακές ελίτ και με πρωταγωνιστικό ρόλο των αστικών οικογενειών, συμμετείχαν πολίτες των μεσαίων ή κατώτερων στρωμάτων, οι οποίοι δεν έχουν κανένα υλικό συμφέρον στη διαιώνιση της λιτότητας.

Φυσικά αυτή η σύγχυση και η ασάφεια αξιοποιείται από τις μνημονιακές δυνάμεις για να προωθήσει μια εκστρατεία φόβου, προκειμένου να επηρεάσει την ψήφο της Κυριακής. Μετά την ωμή πολιτική παρέμβαση της ΕΚΤ, η οποία αρνήθηκε ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες και εξανάγκασε σε έλγχο κεφαλαίων, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δημιουργούν κλίμα τρομοκρατίας, επαναλαμβάνοντας ακατάπαυστα ότι η οικονομική αναστάτωση είναι προοίμιο της χρεοκοπίας της χώρας και του επακόλουθου οικονομικού χάους. Οι επαναλαμβανόμενες απειλές Ευρωπαίων αξιωματούχων, οι εικόνες των ηλικιωμένων πολιτών που περιμένουν σε μεγάλες ουρές κάτω από τον καυτό ήλιο για να εκταμιεύσουν τις συντάξεις τους, οι κατάπτυστες παρεμβάσεις των γραφειοκρατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων που ζητούν την ακύρωση του δημοψηφίσματος και οι  εργοδότες που αρνούνται να πληρώσουν τον μισθό του Ιουλίου με το πρόσχημα της τραπεζικής αργίας συμβάλλουν στο να σπάσει το ηθικό της κοινωνίας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο "κυρίαρχος λαός" προσέρχεται στις κάλπες την Κυριακή με ένα πιστόλι στον κρόταφο. Πανικός επικρατεί ακόμη και μεταξύ των πολέμιων της λιτότητας, και η ισορροπία γέρνει όλο και περισσότερο προς το ΝΑΙ.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι τα λαϊκά κινήματα έχουν την πολυτέλεια να κρατήσουν μια «ουδέτερη» στάση σε αυτή την πρόκληση. Αυτή είναι, δυστυχώς, μια στάση που, από τη σκοπιά ενός αφελούς επαναστατικού ιδεαλισμού, προωθείται από το ΚΚΕ και κομμάτια του αναρχικού κινήματος. Είναι προφανές ότι το καθήκον ενός λαϊκού δημοκρατικού κινήματος είναι να αγωνιστεί για την υπέρβαση του πολιτικού πλαισίου που μας θέτει αυτού του είδους τους εκβιασμούς και τα ψεύτικα διλήμματα. Παρ 'όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα ενδεχόμενο ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της Κυριακής θα αποτελέσει σημαντικό πλήγμα για τους λαϊκούς αγώνες. Θα σημάνει μια ηθική δικαίωση για τους υποστηρικτές της λιτότητας, μια νέα επίθεση στα κοινωνικά κεκτημένα και μια ευκαιρία για την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία να παρέμβει στην πολιτική ζωή της χώρας και να οργανώσει ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, εγκαθιστώντας μια δουλοπρεπή κυβέρνηση, όπως αυτή του Παπαδήμου το 2011. Και, παρόλο που η κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ απέχει πολύ από τις επιθυμίες μας όσον αφορά την εκπλήρωση των προεκλογικών υποσχέσεων της, όσον αφορά την εγγύτητα στα κοινωνικά κινήματα και στις απαιτήσεις της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, όσον αφορά τη βούλησή της να αντιταχθεί στην ολιγαρχία, αλλά και όσον αφορά τη εμμονή της στο καπιταλιστικό ιδανικό της ανάπτυξης, οποιαδήποτε άλλη κυβερνητική επιλογή στο παρόν πολιτικό πλαίσιο θα επιφέρει μια σημαντική οπισθοδρόμηση σε όλους αυτούς τους τομείς.

Η προπαγάνδα και η διασπορά φόβου έχει πολώσει την ελληνική κοινωνία, και έχει καταστήσει αδύνατη την πρόβλεψη της έκβασης του δημοψηφίσματος. Είναι προφανές ότι ο πραγματικός σκοπός της Ευρωπαϊκής κυριαρχίας είναι απλά να απομονώσει και να τιμωρήσει τους κατοίκους της χώρας, τερματίζοντας έτσι οποιαδήποτε προοπτική αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία στην ήπειρο. Οι πολίτες αντιμετωπίζουν την μεγάλη πρόκληση του να ξεπεράσουν  και πάλι το φόβο, την ψυχολογική βάση της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, και να βρουν το κουράγιο για να ψηφίσουν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Το ΟΧΙ, βεβαίως, δεν αποτελεί αυτόματα μια νίκη για τα κοινωνικά κινήματα· είναι ένα αποτέλεσμα «όμηρος» στα χέρια της κυβέρνησης και θα κληθούμε αργότερα να αναιρέσουμε αυτή τη «δημιουργική ασάφεια» προς όφελος των κινημάτων. Το έργο μας, λοιπόν, δεν τελειώνει με το να ψηφίσουμε ΟΧΙ, αλλά εκκρεμεί η συνδιαμόρφωση ενός σχεδίου δράσης ανταγωνιστικού προς την νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση, ένός σχεδίου που να βασίζεται στην πρωτοβουλία της οργανωμένης κοινωνίας και στην αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Παρ 'όλα αυτά, σε αντίθεση με την παράταση της λιτότητας, τη λεηλασία των κοινών και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού που θα επιφέρει το ΝΑΙ, το να αποδεχτούμε την ευθύνη και να ανοιχτούμε στις πιθανότητες που ένα ΟΧΙ θα φέρει στο προσκήνιο είναι η μόνη επιλογή που μπορεί να ενισχύσει τα κοινωνικά κινήματα, που μπορεί να ανοίξει πεδία παρέμβασης των κοινωνικών δυνάμεων για την υπεράσπιση των κοινών αγαθών και την οχύρωση των συλλογικών μας εγχειρημάτων.