16 Δεκεμβρίου 2015

Οι ανακτημένες επιχειρήσεις δώδεκα χρόνια μετά

Φωτογραφίες: Andrés Lofiego
Το παρακάτω κείμενο είναι η εισαγωγή του του βιβλίου "Οι ανακτημένες επιχειρήσεις της Αργεντινής" του αργεντινού ερευνητή Αντρές Ρουτζέρι. Κυκλοφόρησε στα τέλη του 2014 ως συνεκδοση των συνεργατικών εγχειρημάτων Εκδόσεις των Συναδέλφων και Ακυβέρνητες Πολιτείες. Μετάφραση: Θοδωρής Καρυώτης

Τον Απρίλιο του 2002 στη γειτονιά Πομπέσα, όπως και σε πολλά άλλα εργοστάσια και επιχειρήσεις της πόλης του Μπουένος Άιρες στο παρελθόν, μια εργασιακή διαμάχη είχε ως αποτέλεσμα την παρουσία 8 οχημάτων των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας έξω από το εργαστήρι γραφικών τεχνών Gaglianone, απέναντι σε 8 εργάτες που βρίσκονταν μέσα περιφρουρώντας το κτίριο και τα μηχανήματα. Μέσα στο κτίριο βρίσκονταν επίσης δεκάδες γείτονες, μέλη λαϊκών συνελεύσεων, αγωνιστές και εργαζόμενοι άλλων ανακτημένων επιχειρήσεων με σκοπό να στηρίξουν τους εργαζόμενους αυτού που αργότερα ονομάσθηκε Συνεταιρισμός Γραφικών Τεχνών Chilavert, μιας από τις πιο εμβληματικές ανακτημένες επιχειρήσεις της Αργεντινής.
Η Chilavert τελούσε υπό κατάληψη για οκτώ μήνες. Η υποβάθμιση της εταιρείας από την εργοδοσία είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Σταδιακά άρχισαν να επιδεινώνονται οι συνθήκες εργασίας: σταμάτησαν οι επενδύσεις και η συντήρηση των μηχανημάτων, άρχισαν οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των μισθών, οι απολύσεις, η πληρωμή με κουπόνια. Από τους 30 εργαζόμενους που απασχολούσε η Gaglianone πριν από χρόνια απέμειναν και πρωταγωνίστησαν στις εξελίξεις 8· αυτοί αναγκάστηκαν να εξαπολύσουν έναν σκληρό και δύσκολο αγώνα έως ότου το Κοινοβούλιο της Πόλης του Μπουένος Άιρες εγκρίνει την προσωρινή απαλλοτρίωση της εταιρείας υπέρ των εργαζομένων στις 17 Οκτωβρίου του 2002. Εν τω μεταξύ η παραγωγή είχε ήδη ξεκινήσει ξανα χάρη στην αλληλεγγύη των πελατών και των γειτόνων. Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε υπό εργατική αυτοδιαχείριση ήταν το ¿Qué son las asambleas populares? («Τι είναι οι λαϊκές συνελεύσεις;»), το οποίο έβγαλαν κρυφά από το εργαστήριο αποφεύγοντας τη μόνιμη αστυνομική επιτήρηση που –με δικαστική απόφαση– είχε ως σκοπό να εμποδίσει την είσοδο και έξοδο υλικού από το τυπογραφείο. Μέσα από μια τρύπα στον τοίχο ενός γείτονα τα βιβλία φυγαδεύτηκαν χωρίς να δημιουργηθούν υποψίες και έτσι το επεισόδιο αυτό απέκτησε μια θέση στο έπος της Chilavert.
Εκείνες τις κρίσιμες μέρες η μια κατάληψη ακολουθούσε την άλλη, με αρκετά επεισόδια και θαρραλέες δράσεις από πλευράς των εργαζομένων. Οι στιγμές αυτές, όπως είναι φυσικό, έμειναν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη, τράβηξαν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης και έφτασαν να καταγραφούν από τον διεθνή τύπο. Ντοκιμαντέρ όπως το The Take («Η Κατάληψη») του Άβι Λιούις και της Ναόμι Κλάιν έκαναν διάσημο τον αγώνα των εργαζομένων των ανακτημένων επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο, βασιζόμενα στη γοητεία που ασκούσαν τα γεγονότα της εποχής εκείνης στην Αργεντινή, όπου η λαϊκή κινητοποίηση αποτέλεσε απάντηση σε μια ανυπόφορη κατάσταση και φανέρωσε στον υπόλοιπο πλανήτη τις προβλέψιμες συνέπειες του αχαλίνωτου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Ωστόσο, η ιστορία της διαδικασίας ανάκτησης των επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους μένει ανολοκλήρωτη, αν λάβουμε υπόψη μόνο αυτές τις σκηνές που δίνουν έμφαση στις κρίσιμες στιγμές του αγώνα. Η αφήγηση θα έπρεπε να περιλαμβάνει επίσης τη μακρά καθημερινή διαδικασία υποβάθμισης1 των συνθηκών εργασίας που προηγείται, την αγωνία των εργαζομένων που αναγκάζονται να δεχτούν τη νέα αυτή κατάσταση μπροστά στον φόβο να μείνουν στον δρόμο χωρίς προοπτική ανεύρεσης νέας εργασίας, τους δόλιους χειρισμούς πολλών επιχειρηματιών και τις ειλικρινείς προσπάθειες κάποιων (λίγων) άλλων που δεν καταφέρνουν να σώσουν την επιχείρηση τους από τις επικρατούσες μακροοικονομικές συνθήκες.
Και βεβαίως, η αφήγηση θα έπρεπε να περιλαμβάνει την καθοριστική στιγμή κατά την οποία οι εναπομείναντες εργαζόμενοι της επιχείρησης φτάνουν μια μέρα μπροστά στην πύλη του εργοστασίου και τη βρίσκουν κλειστή· πολλές φορές μάλιστα το εργοστάσιο έχει λεηλατηθεί και τα μηχανήματα έχουν εγκατασταθεί σε άλλα κτίρια, όπου ο ίδιος επιχειρηματίας προσπαθεί να ξαναστήσει το εργοστάσιο, απαλλαγμένος από τους παλιούς εργαζόμενους χωρίς αποζημίωση, χωρίς να έχει αποπληρώσει χρέη και δάνεια, προσλαμβάνοντας νέους εργάτες, επίσης απεγνωσμένους για εργασία, με μισθούς σημαντικά χαμηλότερους από αυτούς των προηγούμενων. Συχνά, όπως στην περίπτωση της Chilavert, οι εργαζόμενοι καταφέρνουν να παραμείνουν μέσα στο εργοστάσιο. Καταλαμβάνουν τον χώρο για να υπερασπιστούν τις απειλούμενες θέσεις εργασίας και να διαφυλάξουν τα μηχανήματα ώστε αυτά να μην εξαφανιστούν. Αντιστέκονται σε απόπειρες εκκένωσης του χώρου που γίνονται άλλοτε με δικαστική απόφαση, άλλοτε με την απλή συνέργεια της αστυνομίας με την εργοδοσία και άλλοτε εντελώς παράνομα από τραμπούκους πληρωμένους από τους απατεώνες ιδιοκτήτες. Σε κάποιες επονείδιστες περιπτώσεις η απόπειρα εκκένωσης και διάλυσης της συλλογικότητας των εργατών γίνεται από το ίδιο το σωματείο σε συνεννόηση με τα αφεντικά.2 Σε κάποιες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι καταφεύγουν στη δράση που οι ίδιοι ονομάζουν aguante («καρτερία»): κατασκηνώνουν μπροστά από την πύλη του εργοστασίου περιφρουρώντας την περιουσία της εταιρείας από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες σε μια παράδοξη συνθήκη, η εργασία να εμποδίζει το κεφάλαιο να κλέψει τον εαυτό του.
Φωτογραφίες: Andrés Lofiego
Η αφήγηση θα έπρεπε να συνεχίσει με την καθημερινή κοπιαστική εργασία των χρόνων που ακολουθούν: μια δραστηριότητα λιγότερο θεαματική, φαινομενικά λιγότερο ηρωική, που δεν προσελκύει τις τηλεοπτικές κάμερες, αλλά που αποδεικνύει ότι αυτά τα εργοστάσια, τα οποία εγκαταλείφθηκαν επειδή δεν ήταν βιώσιμα, μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν. Ίσως να μην είναι βιώσιμα με μέτρο τα υπερκέρδη που απαιτεί η απληστία του επιχειρηματία που τα εγκατέλειψε, αλλά είναι επαρκώς βιώσιμα ώστε να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό αυτών που με τον ιδρώτα τους τα βάζουν σε λειτουργία.
Η αναγνωρισιμότητα αυτών των αγώνων ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της τεράστιας κοινωνικής αλληλεγγύης που ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν. Σε μια κοινωνία που είχε ως ιδανικό το μοντέλο της «πλήρους απασχόλησης», το οποίο επιβλήθηκε στα μέσα του εικοστού αιώνα από τις πολιτικές της πρώτης κυβέρνησης του Περόν,3 η εργασιακή πανωλεθρία που επέφερε ο βάναυσος νεοφιλελευθερισμός μετέτρεψε την εργασία σε ένα σπάνιο αγαθό και την υπεράσπισή της σε έναν στόχο που απολάμβανε τεράστια νομιμοποίηση από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Προτάσσοντας τα σώματα τους με σκοπό τη συνέχιση της εργασίας τους και αντιδρώντας στο κλείσιμο των εργοστασίων, οι εργαζόμενοι συνάντησαν μεγάλη κοινωνική αποδοχή, γεγονός που πολλαπλασίασε τη δυνατότητά τους να αντιστέκονται. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό το γεγονός συνέτεινε στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυνάμεων καταστολής που προσπαθούσαν να εκκενώσουν τους εργασιακούς χώρους. Το σύνθημα «καταλαμβάνουμε, αντιστεκόμαστε, παράγουμε», που προέταξε το αναδυόμενο Πανεθνικό Κίνημα Ανακτημένων Επιχειρήσεων (Movimiento Nacional de Empresas Recuperadas), εμπνευσμένο από αντίστοιχο σύνθημα του Κινήματος των Ακτημόνων (MST) της Βραζιλίας, περιγράφει με ακρίβεια αυτές τις στιγμές που εδραιώνουν οριστικά την ύπαρξη των ανακτημένων επιχειρήσεων.
Συγκρίνοντας την κρίσιμη κατάσταση στην οποία οι περισσότερες ανακτημένες επιχειρήσεις αποκρυσταλλώθηκαν ως συλλογικές οικονομικές μονάδες υπό τον έλεγχο των εργαζομένων με τη σημερινή τους κατάσταση, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες: οι ανακτημένες επιχειρήσεις επιβιώνουν επειδή οι εργαζόμενοι αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους και να δημιουργήσουν έναν νέο τρόπο διαχείρισης, μια νέα αντίληψη όσον αφορά την οικονομική διοίκηση και εξέλιξη μιας επιχείρησης. Το νέο αυτό μοντέλο έγινε πραγματικότητα χάρη στην τεράστια αλληλεγγύη που επέδειξαν άλλα κοινωνικά κινήματα, τα οποία, ακόμα και όταν δεν μπόρεσαν να διατηρηθούν στον χρόνο (τουλάχιστον όχι με την αρχική τους μορφή), συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα από τα επιτεύγματά τους. Η ίδια η ύπαρξη των ανακτημένων επιχειρήσεων οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην προσπάθεια αυτών των κινημάτων.
Δέκα χρόνια μετά, οι ανακτημένες επιχειρήσεις συνεχίζουν να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, στα οποία όμως προστίθενται νέες προκλήσεις. Στις ανακτημένες επιχειρήσεις περισσεύει η βούληση, περισσεύει ο μόχθος, περισσεύει η αλληλεγγύη, τόσο αυτή που δέχονται όσο και αυτή που προσφέρουν. Οι εργαζόμενοι έχουν ανταποδώσει με το παραπάνω όλη αυτή τη στήριξη που δέχτηκαν στις κρίσιμες στιγμές του αγώνα τους. Οι εργαζόμενοι της Chilavert, ιδιαιτέρως, στάθηκαν αλληλέγγυοι σε όλους τους σημαντικούς λαϊκούς αγώνες. Στο εργαστήριό τους –χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο, λογαριασμούς ή άλλα έξοδα– λειτουργούν ένα πολιτιστικό κέντρο, ένα λαϊκό σχολείο και ένα Κέντρο Τεκμηρίωσης, το οποίο συντηρείται από το 2004, με τη συμμετοχή του συνεταιρισμού των εργαζομένων, από το ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες που διευθύνει ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου.4 Οι εργαζόμενοι της Chilavert έχουν περίσσια δημιουργικότητα και διάθεση για προσφορά.
Αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη, οι ανακτημένες επιχειρήσεις γίνονται όλο και περισσότερες. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον μόνο οι «παλιές» και πρωτοπόρες ανακτημένες επιχειρήσεις, που ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’90 και, βεβαίως, στα κρίσιμα χρόνια μεταξύ 2001 και 2003 διαμόρφωσαν το κίνημα, αλλά επίσης και οι πιο πρόσφατες, αυτές που προστέθηκαν σε εποχές μεγαλύτερης σταθερότητας και μακροοικονομικής μεγέθυνσης. Από τα πρώτα χρόνια μετά την κρίση υπήρξε μια αργή αλλά σταθερή ροή, η οποία σταδιακά δυνάμωσε για να μετατραπεί σε ένα μικρό ρυάκι που, με επιμονή, αυξάνει σταθερά τον αριθμό των επιχειρήσεων και των εργαζομένων της αυτοδιαχείρισης. Στις αρχές του 2014 οι ανακτημένες επιχειρήσεις ξεπερνούν τις 300 σε ολόκληρη την επικράτεια της Αργεντινής, ενώ οι στατιστικές φανερώνουν μια επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης του φαινομένου τα τελευταία δύο χρόνια. Οι εργαζόμενοι δεν μοιάζουν πλέον παθητικά υποκείμενα απέναντι στους χειρισμούς των επιχειρηματιών, τις απειλές κλεισίματος των εργοστασίων, τις εκκενώσεις των επιχειρήσεων και τις απάτες. Απέναντι στην προοπτική να μείνουν χωρίς εργασία, η λήψη προληπτικών μέτρων είναι πλέον ταχεία και δυναμική. Η τυπική περίπτωση της προηγούμενης δεκαετίας, όπου οι εργαζόμενοι έφταναν στην πύλη του εργοστασίου και έβρισκαν ένα λουκέτο χωρίς να υπάρχει κανένας να αναλάβει την ευθύνη, δεν είναι πλέον συχνό φαινόμενο. Αυτό που συνήθως παρατηρούμε σήμερα είναι μια εργασιακή διαμάχη που σταδιακά κορυφώνεται, μέχρι να φτάσουμε στην κατάληψη του εργοστασίου και στη δημιουργία του εργατικού συνεταιρισμού, αφού οι εργαζόμενοι είναι πολύ πιο ενημερωμένοι για τις πιθανές εξελίξεις. Φυσικά, δεν αντιδρούν όλες οι ομάδες με τον ίδιο τρόπο και έτσι πολλές επιχειρήσεις εξακολουθούν να κλείνουν, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς συνέπειες για τους εργοδότες. Δεν αποτελεί, όμως, πλέον δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι είναι απροστάτευτοι απέναντι στις πράξεις των εργοδοτών.

Ένα παράδειγμα αυτής της νέας κατάστασης αποτελεί η περίπτωση του εργοστασίου Acetatos Argentinos (Ρεγιόν Αργεντινής) στην περιοχή Κίλμες, το οποίο έκλεισε μετά από μια μακρά διαδικασία απαξίωσης, αποτέλεσμα της φιλοδοξίας των τελευταίων ιδιοκτητών, μιας επιχειρηματικής κοινοπραξίας, να κερδοσκοπήσουν με το οικόπεδο του εργοστασίου, το οποίο βρίσκεται σε μια περιοχή με μεγάλη οικιστική ανάπτυξη λόγω της κατασκευής «περιφραγμένων κοινοτήτων». Όταν έφτασε η τελική εντολή εκκένωσης, οι εργαζόμενοι, με μια ενεργή και μαχητική συνδικαλιστική εκπροσώπηση, όχι μόνο κατέλαβαν το εργοστάσιο, αλλά και είχαν ήδη δημιουργήσει τον συνεταιρισμό τους. Η κατάσταση δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα, αφού πρόκειται για μια σημαντική επιχείρηση στην οποία η διαπλοκή μεταξύ κτηματομεσιτικών και χρηματοοικονομικών συμφερόντων, τα νομικά κωλύματα, οι λεπτές μικροπολιτικές ισορροπίες στην τοπική πολιτική σκηνή και η αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων κρατούν ακόμα ανοιχτή την έκβαση της εργασιακής διαμάχης, παρόλο που το εργοστάσιο αυτό είναι το μοναδικό στη χώρα που παράγει τον συγκεκριμένο τύπο υφάσματος, συνεπώς δεν λείπει ούτε η ζήτηση, ούτε η ποιότητα του προϊόντος, ούτε οι συνθήκες για την επιτυχία του συνεταιρισμού. Ο αγώνας, λοιπόν, όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά και εξελίσσεται.
Φωτογραφίες: Andrés Lofiego
Ωστόσο, στις ανακτημένες επιχειρήσεις, τόσο στις παλιές όσο και στις νεότερες, λείπουν σημαντικά πράγματα: κεφάλαιο, τεχνολογία και πολλές φορές τεχνική εξειδίκευση. Αλλά περισσότερο από όλα λείπει μια κυβερνητική πολιτική που να ενισχύει αυτό το σημαντικό σύνολο εμπειριών εργατικής αυτοδιαχείρισης και να συμβάλλει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών ώστε να καλυφθούν όλες οι παραπάνω ελλείψεις. Μολονότι οι κυβερνήσεις, ιδίως οι κεντρικές,5 στήριξαν ως έναν βαθμό τις ανακτημένες επιχειρήσεις, συνεχίζουν να τις αντιμετωπίζουν ως ένα μέσο κοινωνικής αποσυμπίεσης ή μια μορφή αυτοαπασχόλησης· συνήθως έρχονται εκ των υστέρων για να αναγνωρίσουν και να νομιμοποιήσουν μια κατάσταση που δημιουργήθηκε από την πραγματικότητα των αγώνων. Αντίθετα, η αυτοδιαχείριση πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια ποιοτικά ανώτερη μορφή εργασίας με ιδιαίτερο οικονομικό δυναμικό για το μέλλον, ως πιθανό πρότυπο και ως αφετηρία μιας πιο δίκαιης και πιο ανθρώπινης κοινωνίας.
Σε αυτό το βιβλίο λοιπόν θα επιχειρήσουμε να προσφέρουμε μια πανοραμική άποψη του σύνθετου φαινομένου που ονομάζεται «επιχειρήσεις ανακτημένες από τους εργαζόμενούς τους». Η οπτική από την οποία θα προσεγγίσουμε το θέμα στις σελίδες που ακολουθούν δεν προέκυψε μόνον από μια δεκαετή ερευνητική εργασία αλλά και, κυρίως, από τη συμπόρευση, τη στήριξη και τη δέσμευση με το κίνημα αυτό από τη θέση του διευθύνοντα ενός ερευνητικού προγράμματος της Σχολής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες (UBA). Όλον αυτόν τον καιρό είχαμε τη δυνατότητα να μάθουμε από τους εργάτες και τις εργάτριες που πρωταγωνιστούν σε αυτό το κίνημα σχετικά με τις επιτυχίες, τις δυσχέρειες και την περιπλοκότητα της εργατικής αυτοδιαχείρισης. Επιδιώκουμε να κατανοήσουμε, χωρίς εξιδανικεύσεις, το πολύπλοκο αυτό φαινόμενο και τις θυσίες, τα προβλήματα, τις δυσκολίες, ακόμα και τις αποτυχίες, που αναγκάζονται να υπομείνουν όσοι επιθυμούν να εγκαθιδρύσουν οικονομικές δομές που να επιτρέπουν όχι μόνο τον βιοπορισμό αυτών που μέρα με τη μέρα τις συντηρούν, αλλά και τη δημιουργία δημοκρατικών, συλλογικών, δίκαιων μορφών διαχείρισης, χωρίς εκμετάλλευση –κάτι που, όπως οι αναγνώστες θα διαπιστώσουν, δεν είναι καθόλου εύκολο.

 Το βιβλίο "Οι ανακτημένες επιχειρήσεις της Αργεντινής" του Αντρές Ρουτζέρι διανέμεται απο τις Ακυβερνητες Πολιτείες, Αλ.Σβώλου 28, Θεσσαλονίκη, και απο τις Εκδόσεις των Συναδέλφων, Καλλιδρομίου 30, Αθήνα. 

Σημειώσεις:
1 «Precarización» στο πρωτότυπο: «επισφαλοποίηση» (Σ.τ.Μ.)
2 Όπως για παράδειγμα στην Gatic San Martín, η οποία πλέον ονομάζεται CUC (Cooperativa Unidos por el Calzado, Συνεταιρισμός Ενωμένοι για το Υπόδημα), ή σε κάποιες εταιρίες μεταφορών που δεν κατάφεραν τελικά να γίνουν συνεταιρισμοί.
3 O Χουάν Ντομίνγκο Περόν (1895- 1974) ήταν στρατιωτικός και λαϊκιστής πολιτικός που διατέλεσε δύο φορές Πρόεδρος της Αργεντινής (1946-1955 και 1973-1974). Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που ευνόησαν τα κατώτερα στρώματα και ενόχλησαν την Εκκλησία και τους συντηρητικούς· και οι δύο κυβερνήσεις του ανατράπηκαν από στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το κόμμα που ίδρυσε, το Κόμμα της Δικαιοσύνης (Partido Justicialista), βρίσκεται σήμερα (τέλη 2014) στην εξουσία. Η πολιτική του επιρροή και παρακαταθήκη είναι τέτοια που στη σύγχρονη Αργεντινή πολλά και διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά ως τη ριζοσπαστική αριστερά αυτοπροσδιορίζονται ως «περονιστικά».
4 Το πρόγραμμα «Ανοιχτή Σχολή» είναι ένα πρόγραμμα έρευνας και δια βίου μάθησης το οποίο συντονίζει ο Αντρές Ρουγκέρι, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, από το 2002. Υπάγεται στη Σχολή Φιλοσοφίας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες (UBA) και δραστηριοποιείται στην έρευνα των ανακτημένων επιχειρήσεων και στη στήριξη τους. Ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες, το πρόγραμμα διατηρεί το Κέντρο Τεκμηρίωσης των Ανακτημένων Επιχειρήσεων στις εγκαταστάσεις του Συνεταιρισμού Γραφικών Τεχνών Τσιλαβέρτ. Από το 2007, το πρόγραμμα αυτό οργανώνει τη σειρά διεθνών συναντήσεων «Η Οικονομία των Εργαζομένων»· αυτό είναι επίσης το όνομα της σειράς στην οποία ανήκει η αργεντίνικη έκδοση του ανά χείρας βιβλίου.
5 Η Αργεντινή είναι οργανωμένη διοικητικά σύμφωνα με το ομοσπονδιακό μοντέλο. Οι 23 περιφέρειες (επαρχίες) που απαρτίζουν την ομοσπονδία, καθώς και η Αυτόνομη Πόλη του Μπουένος Άιρες, διατηρούν τις δικές τους τοπικές κυβερνήσεις και κοινοβούλια. Η κεντρική (ομοσπονδιακή) κυβέρνηση έχει επίσης έδρα το Μπουένος Άιρες.