19 Ιουλίου 2021

Αποκωδικοποιώντας το νεοφιλελεύθερο όραμα για τις ελληνικές πόλεις

 Θοδωρής Καρυώτης

πρώτη δημοσίευση στο Αυτολεξεί

Εισληγηση στην παρουσίαση του βιβλίου «Απλουστεύσεις» του Νίκου Βράντση, εκδόσεις Αυτολεξεί, που έγινε στο Πάρκο Τσέπης της Πρωτοβουλίας Γειτονιάς της Αλεξάνδρου Σβώλου στη Θεσσαλονίκη, 22 Ιουνίου 2021.


Προκειμένου να ανοίξει η συζήτηση πάνω στο εξαιρετικό σύντομο δοκίμιο «Απλουστεύσεις», θα ξεκινήσω με μια απόπειρα αποκωδικοποίησης του νεοφιλελεύθερου οράματος για τις ελληνικές πόλεις, το οποίο έχει τη δική του εσωτερική λογική και το οποίο τροφοδοτείται από μια γνώριμη κριτική της «ανορθολογικής» αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την κριτική αυτή καθώς και το σχέδιο που προτάσσει, προκείμενου να αντιληφθούμε για ποιο λόγο το νεοφιλελεύθερο όραμα για τις ελληνικές πόλεις καθίσταται ελκυστικό για κάποια τμήματα του πληθυσμού. Θα γίνει αντιληπτό στην πορεία το πώς το όραμα αυτό συνομιλεί με το δοκίμιο του Νίκου, αν και από τη διαμετρικά αντίθετη πλευρά.

Για τους νεοφιλελεύθερους πολεοδόμους, πηγή των δεινών των ελληνικών πόλεων είναι η πολυνομία, ο κατακερματισμός, η συνύπαρξη πολλών διαφορετικών λογικών, αξιών, σχεδίων και συμφερόντων. Η άτυπη και αυθαίρετη δόμηση, η απουσία κτηματολογίου και η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού θεωρούνται όψεις και παράγωγα της αστικής περιπλοκότητας που καθιστά τις ελληνικές πόλεις απρόβλεπτες και απροσπέλαστες για το κεφάλαιο.

Μια παρένθεση εδώ, για να αποσαφηνίσω τι εννοώ με «το κεφάλαιο». Δεν θέλω να προσωποποιήσω το κεφάλαιο ως μια εξωτερική οντότητα που απεργάζεται το κακό της κοινωνίας. Αντίθετα, είναι μια δύναμη εμμενής – αφού εδράζεται σε ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων – που αναπροσανατολίζει προς την ίδια της την αναπαραγωγή ολόκληρη τη διαδικασία της κοινωνικής συνεργασίας. Είναι η δύναμη που επιβάλλει τα δικά της κριτήρια, συγκεκριμένα αυτό της κερδοφορίας, πάνω από κοινά αποδεκτές αξίες όπως η εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών, η αξιοπρέπεια, η ισότητα, η ελευθερία, ο σεβασμός. Είναι η ηγεμονική δύναμη που μας πείθει ότι καμία από τις παραπάνω αξίες δεν έχει νόημα ούτε μπορεί να πραγματωθεί πλήρως, αν δεν εκπληρωθεί πρώτα ο στόχος της κερδοφορίας. Είναι η δύναμη που καθιστά κεντρική ανθρώπινη επιδίωξη αυτό που ο Βέμπερ ονόμαζε «ορθολογική και συστηματική επιδίωξη του κέρδους».

Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη οπτική, η κοινωνική ευρωστία και ευημερία εξαρτώνται από τη ροή του κεφαλαίου. Χωρίς αυτήν υπάρχει αστική παρακμή και απαξίωση, και γι’ αυτό η προσέλκυση κεφαλαίου γίνεται πρωταρχικός στόχος για τις πόλεις.

Στις αφηγήσεις της νεοφιλελεύθερης αστικής παρέμβασης κωδικοποιείται η κίνηση του κεφαλαίου στις πόλεις με εύηχους όρους, που αποσκοπούν να ταυτίσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου, με το γενικό καλό. Ας αποκωδικοποιήσουμε μερικούς από τους πιο καθιερωμένους όρους:

  • Αστική αναζωογόνηση (urban regeneration): Μια μεταφορά από τη βιολογία για να μας πείσει ότι το κεφάλαιο είναι το αίμα που τρέχει στις φλέβες των πόλεων. Η προσέλκυση επενδύσεων και οι ενέσεις κεφαλαίου σε περιοχές με αστικό μαρασμό αποτελούν τη θεραπεία, προκειμένου το ασθενικό σώμα της πόλης να ξαναμπεί σε λειτουργία.
  • Ανθεκτικότητα (resilience): Μια έμμεση παραδοχή ότι η γενίκευση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου μάς στερεί τα αποθέματα για την επιβίωσή μας, διαλύει τους θεσμούς που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και ευημερία, κλονίζει τις δομές πρόνοιας και φροντίδας, αποσταθεροποιεί ακόμα περισσότερο την τοπική οικολογία. Σύμφωνα με το δόγμα της «ανθεκτικότητας» πρέπει να αναπτύξουμε τις δικές μας ατομικές στρατηγικές αντοχής, να ανταγωνιστούμε μεταξύ μας προκειμένου να επιβιώσουμε σε ολοένα και πιο αντίξοες συνθήκες.
  • Καινοτομία (innovation): Πεισμένοι ότι η συνεχής τεχνολογική ανανέωση είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθεί το επίπεδο κερδοφορίας και ο ρυθμός ανάπτυξης, οι νεοφιλελεύθεροι διαχειριστές θέλουν να ενσωματώσουν τεχνολογίες αιχμής στις ίδιες τις καθημερινές αστικές δομές, να εμπορευματοποιήσουν νέες πτυχές της κοινωνικής ζωής – για παράδειγμα μέσα από πλατφόρμες όπως το Airbnb και το Uber – να εγκαινιάσουν «θύλακες καινοτομίας» που να προσελκύουν επενδύσεις, να εγκαθιδρύσουν «έξυπνες πόλεις» που θα συλλέγουν δεδομένα για τους χρήστες τους ασταμάτητα, όπως το Facebook και το Twitter συλλέγουν για τους δικούς τους.
  • Ανάπτυξη (growth): Ο υπέρτατος όρος που κωδικοποιεί όλες τις υπόλοιπες αρχές, συσκοτίζοντας την πραγματική λειτουργία της οικονομίας. Κανείς δεν τολμάει να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της ανάπτυξης: Χωρίς ανάπτυξη δεν έχουμε πλούτο, δεν έχουμε δουλειές, δεν μπορούμε να χτίσουμε υποδομές, δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, περικόπτονται οι μισθοί και οι συντάξεις μας. Η ανάπτυξη είναι η θεραπεία που γιατρεύει όλα τα κοινωνικά δεινά. Η ιδεολογία της ανάπτυξης αποτελεί τη φυσικοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων, την απόλυτη ταύτιση της κοινωνικής ευημερίας με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, ικανοποιημένοι, χαρούμενοι, δημιουργικοί, υγιείς, μόνο όταν και εφόσον το κεφάλαιο αναπαράγεται ικανοποιητικά.

Αυτό που κραυγαλέα απουσιάζει από το νεοφιλελεύθερο όραμα για τις πόλεις είναι οι ίδιοι οι πολίτες.

Ακόμα και στα προωθημένα σχέδια συμμετοχικού σχεδιασμού και διαβούλευσης, η ατζέντα είναι προαποφασισμένη. Οι συμμετέχοντες πολίτες έχουν εσωτερικεύσει και φυσικοποιήσει την κίνηση του κεφαλαίου και την αναδιάταξη του χώρου σύμφωνα με τις προσταγές του, και θέτουν την ανάπτυξη και την άνοδο της αξίας της γης ως προσωπική στόχευση. Η αστική ανάπλαση προάγεται με κάθε τρόπο, ακόμα και αν συνεπάγεται συνήθως τον εξευγενισμό και κατ’ επέκταση τον εκτοπισμό των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Αυτή η ταξική κατανομή του χώρου νομιμοποιείται μέσα από την προσομοίωση δημοκρατικότητας και συμμετοχής που σηματοδοτεί ο συμμετοχικός σχεδιασμός.

Να, λοιπόν, το νεοφιλελεύθερο όραμα για τις πόλεις: Μέρη προβλέψιμα, προσβάσιμα, ελκυστικά, όχι για τους ανθρώπους, αλλά για το κεφάλαιο. Μέρη απλουστευμένα, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο από το βιβλίο του Νίκου, όπου όλο το πολυσύνθετο πλέγμα ιδεών, αξιών, συμφερόντων, θεσμών και κανόνων που χαρακτηρίζουν την κοινωνική συνύπαρξη αποσυντίθεται και ανασυντίθεται με ένα μοναδικό κριτήριο, την επίτευξη του κέρδους μέσα από την εμπορευματοποίηση ολοένα περισσότερων πτυχών της κοινωνικής ζωής. Με τους όρους των Ντελέζ και Γκουαταρί, ο καπιταλισμός απεδαφικοποιεί όλα τα στοιχεία, για να τα επανεδαφικοποιήσει σε συναρμογές που αποσκοπούν στην καπιταλιστική συσσώρευση.

Φιλελευθερισμός και κράτος

Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι, παρ’ όλη τη ρητορική του, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θέτει την αγορά ενάντια στο κράτος. Αντίθετα, το νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ αποτελεί κατά βάση έναν ριζικό μετασχηματισμό του κράτους, προκειμένου να εμπεδωθεί η λογική της αγοράς σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής και να δημιουργηθούν άνθρωποι εναρμονισμένοι με τις κεντρικές αξίες της: τον ατομικισμό, τον ανταγωνισμό, την επιχειρηματικότητα και τη μεγιστοποίηση του οφέλους.

Το κράτος, λοιπόν, δεν είναι ο εχθρός του νεοφιλελευθερισμού, αλλά το εργαλείο του: ο οδοστρωτήρας που θα παραμερίσει όλες τις επιμέρους λογικές, τα αποσπασματικά συμφέροντα, τις συνομαδώσεις, τα δίκτυα στήριξης και αλληλεγγύης, τους συλλογικούς θεσμούς, και δεν θα διστάσει να καταστείλει βίαια όποιον και όποια δεν συμμορφώνεται με τους νέους κανόνες, προκειμένου να δημιουργήσει αυτό που στα αγγλικά λέγεται «level playing field», ένα ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού, όπου ατομικά ο καθένας και η καθεμία θα ανταγωνίζεται όλους τους υπόλοιπους και υπόλοιπες για την εξασφάλιση περιορισμένων πόρων.

Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου αρνούνται να συμμορφωθούν οι ίδιοι με τους κανόνες που θέτουν για εμάς και να παίξουν στο ίδιο ισότιμο πεδίο: με την απειλή της «φυγής κεφαλαίων» θα εκβιάσουν εκπτώσεις και εξαιρέσεις, θα οικειοποιηθούν οτιδήποτε δημόσιο και θα αρνηθούν να φορολογηθούν.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία και που κορυφώνεται σταδιακά με την παρούσα κυβέρνηση, δεν εκκινεί από τη διαπίστωση ότι το κράτος είναι υπερβολικά ισχυρό, αλλά ότι είναι υπερβολικά αδύναμο: ότι είναι ευάλωτο απέναντι στα επιμέρους συμφέροντα και πιέσεις, ανίσχυρο μπροστά σε κοινωνικές διεκδικήσεις, ανίκανο να επιβάλλει μια ομοιόμορφη, απλουστευτική λογική, να καθιερώσει δηλαδή την κερδοφορία του κεφαλαίου ως υπέρτατη αξία απέναντι σε άλλες αποσπασματικές, επιμέρους κοινωνικές αξίες. Στόχος του σχεδίου μεταρρύθμισης είναι η δημιουργία ενός «κράτους-οδοστρωτήρα», και όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, η δημιουργία ενός «δήμου-οδοστρωτήρα». Όχι ενός δήμου που θα συλλέγει, θα επεξεργάζεται και θα διαπραγματεύεται τοπικά αιτήματα και πρακτικές, αλλά ενός δήμου που θα αποτελεί ιμάντα μετάδοσης των κεντρικών κρατικών επιλογών για τη διαμόρφωση του χώρου.

Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το νεοφιλελεύθερο όραμα για τις ελληνικές πόλεις εξαρχής παλεύει ενάντια στις ίδιες του τις αντιφάσεις. Η κεντρική του αντίφαση είναι ότι αναπτύσσεται στο εσωτερικό των συντηρητικών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων, στα οποία κυριαρχεί ακόμα η ιδέα του κράτους-δικτύου ή του κράτους-λαφύρου, με διαπλοκή σε όλα τα επίπεδα και ένα αχανές πλέγμα πελατειακών υποχρεώσεων και ανταποδοτικών σχέσεων μεταξύ μικροσυμφερόντων και εκλογικών μηχανισμών. Η μάχη για να μετατραπεί το κράτος-λάφυρο σε κράτος-οδοστρωτήρα απειλεί με διάλυση τα δίκτυα που αρθρώνουν μικροσυμφέροντα, προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.

Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων είναι πάντα αποσπασματικά και υβριδικά: η διάνοιξη του πεδίου για τη διείσδυση του κεφαλαίου, που αναπόδραστα επισφαλοποιεί το πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας, απειλεί να διαλύσει τη μικροαστική και μεσοστρωματική εκλογική βάση των κομμάτων εξουσίας, και άρα να διαβρώσει την ηγεμονία των τελευταίων. Η λύση στο παράδοξο αυτό θα συζητηθεί στη συνέχεια.

Μονοκαλλιέργειες

Ανάμεσα στις απλουστεύσεις που περιγράφει ο Νίκος Βράντσης στο βιβλίο του είναι αυτή των φυτοτρονίων του Φριτς Βεντ, των μονοκαλλιεργειών που αναπτύχθηκαν για να μεγιστοποιήσουν την αγροδιατροφική παραγωγικότητα, ομοιομορφία και προβλεψιμότητα. Οι μονοκαλλιέργειες, ωστόσο, λόγω της γενετικής ομοιογένειας και της έλλειψης εναλλακτικών σε ένα αδιαφοροποίητο και τεχνητό οικοσύστημα, είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε φυτασθένειες και κινδυνεύουν να καταρρεύσουν εκ των έσω αν δεν θωρακιστούν με όλο και ισχυρότερα τοξικά φυτοφάρμακα.

Ανάλογη είναι η απλούστευση που επιδιώκει ο νεοφιλελευθερισμός, τόσο στον αστικό χώρο – κάτι που αποτελεί κεντρική θεματική στο δοκίμιο του Νίκου – όσο και στη δημιουργία υποκειμένων. Επιδίωξή του είναι να δημιουργήσει ανθρώπους αποκομμένους από συλλογικές επιδιώξεις, μονοδιάστατα προσηλωμένους στη μεγιστοποίηση της χρηματικής αξίας, που να προσομοιάζουν λιγότερο σε πολίτες και περισσότερο σε επενδυτές – αν μη τι άλλο, επενδυτές στο ίδιο τους το ανθρώπινο κεφάλαιο, με τον κάθε εργαζόμενο/-η να κεφαλαιοποιεί δεξιότητες, γνώσεις, κοινωνικές σχέσεις, προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικός/-ή σε έναν αυξανόμενα επισφαλή εργασιακό στίβο. Σκοπός είναι να γαλουχηθεί μια νέα γενιά ανθρώπων στις αρχές της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας, της ανεξαρτησίας από συλλογικούς δεσμούς και αξίες.

Φυσικά η μονοκαλλιέργεια υποκειμένων είναι καταδικασμένη και αυτή να αποτύχει, καθώς όσο η διαδικασία δημιουργίας υποκειμένων βαθαίνει, τόσο μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων συνειδητοποιεί ότι με το επιχειρηματικό πνεύμα και την ατομική ευθύνη καλείται να διαχειριστεί όχι τον πλούτο και την ευημερία της αλλά τη φτώχεια, τη μιζέρια και τη μοναξιά της. Και το τοξικό βιοπολιτικό φυτοφάρμακο που συστηματικά επιλέγεται για να θωρακιστεί η μονοκαλλιέργεια υποκειμένων από την κατάρρευση είναι ο φασισμός.

Ο φασισμός ορμάται από την επιθυμία για ανασύνθεση των κοινωνικών δεσμών που ο καπιταλισμός συνεχώς υποσκάπτει, ωστόσο εκφράζεται ως μίσος για τη διαφορετικότητα και ως νοσταλγία για μια μυθολογικοποιημένη εποχή σιγουριάς και ασφάλειας – μια εποχή που προφανώς ποτέ δεν έχει υπάρξει, και όμως βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των αντιδραστικών φαντασιακών. Η συντηρητική οπισθοδρόμηση που βιώνουμε είναι απότοκο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης: όσο ο κοινωνικός ιστός διαβρώνεται από την επικράτηση του ανταγωνισμού και του ατομικισμού, τόσο επιστρατεύονται οι πατριαρχικές, εθνικιστικές και θρησκευτικές αξίες προκειμένου να δημιουργηθεί μια επίφαση σταθερότητας και σιγουριάς.

Σε μια στρεβλή αγοραία συναλλαγή, ο φασισμός αποτελεί την προσφορά που αποσκοπεί να καλύψει την κοινωνική ζήτηση για σιγουριά, ασφάλεια και κοινότητα, για νόημα και για πληρότητα. Είναι η μαύρη τρύπα που απορροφά την κοινωνική επιθυμία για χειραφέτηση από ζωές απισχνασμένες, εμπορευματοποιημένες, αποξενωμένες, και τη μεταμορφώνει στο αντίθετό της.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο αυξανόμενος αυταρχισμός του κράτους είναι μια έμμεση παραδοχή ότι για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η κοινωνική ένταξη με τους όρους του παρελθόντος είναι απλά αδύνατη. Ο αυταρχισμός και ο νεοφιλελευθερισμός βαδίζουν χέρι-χέρι όλο και πιο απροκάλυπτα: ελευθερίες, καταναλωτικές επιλογές και ευημερία για τη μειοψηφία, περιορισμός, έλεγχος, προπαγάνδα και καταστολή για την πλειοψηφία.

Το πεδίο παρέμβασης των κινημάτων

Και εδώ ακριβώς, σε αυτή την αντίφαση, βρίσκεται το πεδίο στο οποίο μπορούμε να παρέμβουμε εμείς ως κινήματα.

Ο χώρος δεν είναι ομοιογενής. Διέπεται από πολλές διαφορετικές λογικές και αρχές, επιτρέπει πολλαπλές και αντικρουόμενες χρήσεις. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το υποκείμενο: διέπεται από αμφίρροπες και παράλληλες λογικές, ταυτότητες και συμφέροντα. Όπως ο χώρος έτσι και το υποκείμενο χαρακτηρίζονται από μια γόνιμη αστάθεια, αναποφασιστικότητα. Μολονότι ο νεοφιλελεύθερος ορθολογισμός είναι ηγεμονικός, συναντάει επανειλημμένα ένα σαφές όριο: είναι καταδικασμένος να συνυπάρχει με το αντίθετό του.

Η επιχειρηματικότητα και ο ανταγωνισμός φτιάχνουν την οικονομία, αλλά διαλύουν την κοινωνία. Όσο η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση διαλύει τις θεσμικές ή άτυπες δομές πρόνοιας και στερεί από τους ανθρώπους τον δημόσιο χώρο, τόσο καθίστανται απαραίτητοι οι πρωτογενείς δεσμοί της αλληλεγγύης, της φιλίας, της αγάπης, που θα κρατήσουν την κοινωνία ζωντανή και θα αποτρέψουν την κατάρρευση και τις αλλεπάλληλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Ο νεοφιλελευθερισμός λοιπόν είναι ένα ουτοπικό σχέδιο καταδικασμένο να μείνει ανολοκλήρωτο, αφού η τελική επικράτησή του θα σήμαινε και την κατάρρευσή του.

Αυτό είναι το πεδίο παρέμβασής μας, οι ρωγμές στις οποίες μπορούμε να εγκαθιδρύσουμε σχέσεις αλληλεγγύης, ομοτιμίας, ισότητας, και επίσης να δημιουργήσουμε ένα μέτωπο όπου θα αναμετρηθούν οι δυνάμεις της κοινωνίας με αυτές του κεφαλαίου. Φυσικά η διάκριση ανάμεσα στα δύο ποτέ δεν είναι οριστική, οι κοινότητές μας δεν είναι αμόλυντες, η επιβίωσή μας συνεχίζει να εξαρτάται από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Ωστόσο, όπως διαπιστώνει και ο Βράντσης στην κατακλείδα του βιβλίου του, τα κοινά που δημιουργούμε προεικονίζουν νέες μορφές συνεργασίας, διανομής του πλούτου και χρήσης του χώρου. Αποτελούν ορμητήρια όχι μόνο ταξικών αγώνων αλλά και αξιακών αγώνων: συλλογικών προσπαθειών ανασυγκρότησης συμπεριληπτικών αξιακών συστημάτων που να εναντιώνονται τόσο στο χρήμα ως μοναδικό, ομοιογενές, απλουστευτικό σύστημα αξιολόγησης της ανθρώπινης δραστηριότητας, όσο και στις οπισθοδρομικές εθνοφυλετικές και πατριαρχικές αξίες που ξεδιπλώνονται ως εργαλεία βιοπολιτικού ελέγχου.

Ευχαριστώ τον Νίκο Βράντση για τα σχόλιά του πάνω σε μια προηγούμενη εκδοχή αυτού του κειμένου.