26 Ιανουαρίου 2023

Οι πλειστηριασμοί ακινήτων ως μαζική υφαρπαγή πλούτου

Θοδωρής Καρυώτης 
Πρώτη δημοσίευση στο Αυτολεξεί
 

Η 26η Ιανουαρίου, είναι μια σημαντική μέρα στην επιχείρηση μαζικής υφαρπαγής κατοικιών που έχει βάλει μπρος η κυβέρνηση, αφού ο Άρειος Πάγος εξετάζει το αν οι εταιρίες διαχείρισης («servicers») των τιτλοποιημένων κόκκινων δανείων που τα funds αγόρασαν σε εξευτελιστικές τιμές από τις τράπεζες έχουν δικαίωμα να διενεργούν πλειστηριασμούς των υποθηκευμένων ακινήτων – κάτι που ο νόμος 3156/2003, βάσει του οποίου έχουν τιτλοποιηθεί τα δάνεια, δεν προβλέπει. Για να μην υπάρξει σύγχυση, οι «servicers» είναι Α.Ε. με τη συμμετοχή τραπεζών και funds – πρόκειται για τους ίδιους οργανισμούς με άλλο νομικό προσωπείο.

Τυπικά, η τιτλοποίηση και μεταβίβαση των κόκκινων δανείων προκρίθηκε ως λύση για να προωθηθούν νέες ρυθμίσεις των δανείων μέσω εξωδικαστικού μηχανισμού, αλλά και να εξυγιανθούν τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια δανείων – μια λύση «win-win». Και ενώ το δεύτερο σκέλος του “win” είχε επιτυχία – με ένα λογιστικό «θαύμα» οι τράπεζες έχουν μειώσει τον δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων από 50% πριν από μερικά χρόνια σε μονοψήφιο αριθμό σήμερα – το πρώτο σκέλος αποδείχτηκε “lose” για την κοινωνική πλειοψηφία μέσα από μια ασύλληπτη «αρπαχτή»: ενώ δάνεια ονομαστικής αξίας περίπου 120 δις, στα οποία αντιστοιχούν περισσότερα από 800.000 υποθηκευμένα ακίνητα, έχουν αγοραστεί από τα funds έναντι χαμηλού αντιτίμου, στις περισσότερες περιπτώσεις οι servicers θέτουν εξαιρετικά δυσμενείς όρους σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για νέα ρύθμιση του δανείου, προσπαθώντας αντιθέτως να ρευστοποιήσουν μαζικά τα ακίνητα μέσω πλειστηριασμών για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους.

Πρόκειται για μια ασύλληπτων διαστάσεων μεταβίβαση πλούτου από τα λαϊκά στρώματα στο κεφάλαιο – κατεξοχήν παράδειγμα της «συσσώρευσης διά της υφαρπαγής» (accumulation by dispossession) που περιγράφει ο David Harvey. Και σε ένα πλαίσιο ανύπαρκτης στεγαστικής πολιτικής και απλησίαστων τιμών ενοικίων, η εξέλιξη αυτή θα οξύνει ακόμα περισσότερο την ήδη έντονη στεγαστική κρίση που βιώνουμε.

Το μόνο που στέκεται εμπόδιο στα σχέδια αυτά – δεδομένης της διαχρονικής απουσίας ισχυρών στεγαστικών κινημάτων – είναι ο νόμος 3156/2003, τον οποίο η Δικαστική Εξουσία, που δεν φημίζεται για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της, είναι έτοιμη αύριο να παρακάμψει.

Πρέπει να τονιστεί ότι οι τράπεζες έχουν πουλήσει τα δάνεια στα funds σε αστείες τιμές, περίπου στο 5% της ονομαστικής τους αξίας. Ταυτόχρονα, αρνήθηκαν να κάνουν αντίστοιχα γενναιόδωρα κουρέματα στους δανειολήπτες, παρόλο που οικονομικά θα είχε την ίδια επίπτωση στους ισολογισμούς τους, με τη δικαιολογία ότι τέτοια διευθέτηση ενέχει «ηθικό κίνδυνο» που θα βλάψει την «κουλτούρα πληρωμών».

Είναι ανατριχιαστικό να ακούς τη λέξη «ηθική» να εκστομίζεται από εκπροσώπους αυτών των οργανισμών, αφού αποτελεί μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Είναι «ανήθικό» να γίνονται κουρέματα προκειμένου να διατηρήσουν τα σπίτια τους δανειολήπτες και δανειολήπτριες που στην πλειονότητά τους δεν ευθύνονται για την οικονομική τους δυσχέρεια – αν λάβουμε υπόψη τα απανωτά κύματα κρίσης, περικοπών, ύφεσης, λιτότητας, εγκλεισμών, πληθωρισμού, για να μη μιλήσουμε για την ευθύνη των τραπεζών και των πρακτικών δανεισμού προ-κρίσης. Είναι «ηθικό» να πωλούνται κοψοτιμής τα ίδια δάνεια σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που θα σε λίγα χρόνια θα έχουν εξαφανιστεί με τα λάφυρα, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο. Ο κόσμος ανάποδα, όπως έγραφε ο Eduardo Galeano.

Παράλληλα, η Eurostat αποφάσισε ότι οι κρατικές εγγυήσεις ύψους περίπου 20 δις, που είχαν δοθεί ως κίνητρο για τις τιτλοποιήσεις στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής», προσμετρώνται στο δημόσιο χρέος – η «λυπητερή» για το φαγοπότι των funds περνάει δηλαδή στα ίδια τα θύματα, που πέρα από την απώλεια των σπιτιών τους, πρέπει να υποστούν νέες αιματηρές περικοπές και λιτότητα για να επιτευχθούν οι «δημοσιονομικοί στόχοι».

Σε μια χώρα όπου η μικροϊδιοκτησία συνεχίζει να είναι η μοναδική οδός προς τη στεγαστική ασφάλεια, αλλά και το τελευταίο ανάχωμα των αδύναμων στρωμάτων ενάντια στις πολιτικές φτωχοποίησης, η επίθεση στην ιδιοκατοίκηση δεν σηματοδοτεί μόνο υφαρπαγή πλούτου, αλλά και μια μεταστροφή στο ίδιο το μοντέλο κοινωνικής συνύπαρξης. Δυστυχώς, το ίδιο το φαντασιακό της μικροϊδιοκτησίας αποτρέπει τη δημιουργία ενός ευρέως κινήματος που θα υπερασπιστεί την κατοικία ως ανθρώπινο δικαίωμα, αφού η πρόσβαση στη στέγη θεωρείται ατομική/οικογενειακή υπόθεση, οι ενοικιαστές αισθάνονται συχνά ως «εν αναμονή» ιδιοκτήτες, και η λειτουργία της κτηματαγοράς βρίσκεται εκτός ορίων για οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση – έτσι το στεγαστικό ζήτημα απουσιάζει από την ατζέντα όλων των κινημάτων.

Ίσως όμως τώρα, με μια ολόκληρη νέα γενιά καταδικασμένη στη στεγαστική επισφάλεια, να είναι η ώρα για την ανάδειξη νέων διεκδικήσεων και πρακτικών γύρω από τη στέγη.