5 Ιουλίου 2012

Κοινωνική αλλαγή απο τα κάτω: Υπερβαίνοντας το δίπολο μεταρρύθμιση-επανάσταση.


Ορίζοντας όλων των προσπαθειών μας θα πρέπει να είναι η πολιτική αυτονομία, με την πραγματική έννοια του όρου: η δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με τους όρους που θέτουμε εμείς ως συλλογικά υποκείμενα.

Θοδωρής Καρυώτης
Παρέμβαση στην συζήτηση "Αντίσταση, Μεταρρύθμιση, Επανάσταση", 
που οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη η ομάδα "Πλατύπους" στις 30 Μαΐου 2012.

Πραγματικό θέμα της συζήτησης είναι προφανώς η κοινωνική αλλαγή και μάλιστα η κοινωνική αλλαγή προς την κατεύθυνση της ισότητας και της ελευθερίας.
Ας εξετάσουμε τις τρείς λέξεις που αποτελούν τον τίτλο της συζήτησης για να δούμε ποιες από αυτές τις έννοιες μπορούμε να περισώσουμε και ποιες όχι σε αυτή την πορεία προς την κοινωνική χειραφέτηση.
Η «επανάσταση» κληροδοτήθηκε στο δυτικό φαντασιακό από την Γαλλική επανάσταση και ευαγγελίζεται μια αλλαγή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή ένα μόνο μοντέλο που επιβάλλεται μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού, του κράτους, στην ολότητα της κοινωνίας. Η έννοια της επανάστασης απαντάται βέβαια και στην κλασσική αναρχική σκέψη, όπου πάλι μιλάμε για μία αλλαγή στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι λίγο ασαφές το πώς θα φτάσουμε σε αυτή, αφού η αναρχική σκέψη αρνείται την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας ως φορέα πολιτικής αλλαγής.
Η έννοια της επανάστασης προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη μιας επαναστατικής πρωτοπορίας, μιας ομάδας αποφασισμένων ανθρώπων οι οποίοι δρουν πάνω σε βεβαιότητες, και έχουν την αποστολή να πείσουν την υπόλοιπη κοινωνία ή να επιβάλλουν το όραμά τους πάνω σε αυτή, αφού ή κοινωνία θεωρείται ότι δεν είναι αρκετά ώριμη ακόμα και εμποδίζεται με κάποιο τρόπο από το να καταλάβει ποιο είναι το πραγματικό της συμφέρον.
Τι αποτελέσματα είχε η εξάπλωση του επαναστατικού φαντασιακού μέσα στα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης;
Πρώτον, πολλές μικρές επαναστατικές πρωτοπορίες προσπάθησαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας να επιβάλλουν το όραμα τους έξω από και πολλές φορές και ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία. Κοιτάζοντας πίσω ιστορικά, είναι πολλές οι περιπτώσεις που μπορούμε πλέον να πούμε ότι ευτυχώς δεν το κατάφεραν.
Η δεύτερη και πιο σημαντική επίπτωση του επαναστατικού φαντασιακού για τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης αποτελεί παράδοξο: Είναι η παραίτηση από το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής εδω και τώρα, αφού σε ένα περίεργο παραλληλισμό με τη χριστιανική πίστη η ζωή πριν την δευτέρα παρουσία/επανάσταση είναι αλλοτριωμένη/αμαρτωλή και μόνο μετά από αυτή θα ζήσουμε στη βασιλεία των ουρανών/μετεπανασταστική ουτοπία. Η ιδέα της επανάστασης σε αυτή την περίπτωση έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ευαγγελίζεται: την ακινητοποίηση των κοινωνικών κινημάτων και την αποποίηση της κοινωνικής αλλαγής εδώ και τώρα.
Η δεύτερη έννοια, η μεταρρύθμιση, δηλαδή η χρήση του  κράτους για την προώθηση αλλαγών στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, στις περισσότερες περιπτώσεις εκτονώθηκε στις διάφορες μορφές σοσιαλδημοκρατίας, κευνσυανισμού και κοινωνικού κράτους.  Έχει στο παρελθόν αποδειχτεί σωτήρας του καπιταλισμού, αφού το κοινωνικό κράτος και η πλήρης απασχόληση, όχι μόνο δεν απειλούν το υπάρχον, αλλά και αποτελούν την πλήρη ενσωμάτωση των δυνάμεων την κοινωνίας στη λογική του κράτους και του κεφαλαίου.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα όμως της έννοιας της μεταρρύθμισης είναι ότι πρόκειται για αλλαγή από τα πάνω. Δεν πρόκειται για κοινωνική χειραφέτηση, αφού θα πρέπει το ίδιο το υποκείμενο να χειραφετηθεί και όχι να το χειραφετήσει κάποιος άλλος.
Ο πιο προβληματικός από τους τρείς όρους είναι ή αντίσταση, αφού παραπέμπει σε ηρωική μάχη μίας πολύ καλά οριοθετημένης ομάδας ενάντια σε ένα εξίσου καλά οριοθετημένο εξωτερικό κατακτητή -δυνάστη. Είναι μια μεταφορά πολύ προβληματική όταν τη χρησιμοποιούμε στο χώρο των κοινωνικών κινημάτων, αφού η μάχη ενάντια στον καπιταλισμό είναι πρωτίστως μια μάχη ενάντια στον ίδιο τον εαυτό μας.
Ας τολμήσουμε να αντιστρέψουμε την - κοινή στην ελευθεριακή σκέψη -παραδοχή ότι το κράτος και η αγορά είναι «εξωκοινωνικοί θεσμοί». Πράγματι σήμερα είναι δύσκολο να βρούμε κάποια αγνή και αμόλυντη "κοινωνία" κάτω από το κράτος και την αγορά, με την έννοια ότι οι βασικοί δεσμοί που αναπαράγουν την κοινωνική ζωή είναι δομημένοι μέσα από το κράτος και την αγορά. Οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους και της αγοράς, όπως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και ο μηχανισμός του χρέους είναι οι τελευταίοι σε μια σειρά μηχανισμών στους οποίους καταφεύγουν αυτοί οι θεσμοί για να επιβάλλουν τη λογική τους. Σε όλη την διάρκεια της ζωής μας εσωτερικεύουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγονται, για παράδειγμα μέσα από την αρχή της ανάθεσης/αντιπροσώπευσης ή μέσα από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους, κτλ.
Ακολουθώντας τον Φουκώ, ας ονομάσουμε «βιοπολιτικό» αυτό το πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων . Το υποκείμενο είναι προϊόν της εξουσίας: οι εμπορευματικές και ταξικές και κυριαρχικές σχέσεις μας έχουν καθορίσει σε τέτοιο βαθμό που είμαστε καταδικασμένοι να τις αναπαράγουμε. Κάθε ένας από εμάς είναι ένας φορέας αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Το κράτος και η αγορά λοιπόν δεν κυριαρχούν παρασιτικά, από έξω, αλλά από το εσωτερικό της κοινωνικής ζωής.
Φυσικά το βιοπολιτικό πεδίο δεν είναι αρκετό για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, απαιτείται επίσης ένα «πολιτικό» πεδίο με την παραδοσιακή έννοια του όρου: το κράτος, το αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι νόμοι, οι οικονομικοί θεσμοί, οι μηχανισμοί καταστολής και ενσωμάτωσης, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διαχείριση της καπιταλιστικής ολότητας.
Υπό αυτή την οπτική, οι στρατηγικές κοινωνικής χειραφέτησης που επικεντρώνονται στην αλλαγή του «πολίτικου» χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το «βιοπολιτικό», θα καταφέρουν στην καλύτερη περίπτωση πολύ αποσπασματικές και πρόσκαιρες νίκες: είμαστε προγραμματισμένοι να αναπαράγουμε τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαια υπερβολή να πούμε ότι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων καθορίζονται από το κράτος και την αγορά.  Επιβιώνουν στην κοινωνία σχέσεις κοινοτικές, συλλογικές συνεργατικές που βγαίνουν από την λογική της εξατομίκευσης και της μεγιστοποίησης του οφέλους, της αφηρημένης εργασίας και της συσσώρευσης.
Η παρούσα οικονομική κρίση  δημιούργησε μια έκρηξη κοινωνικής δημιουργικότητας προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόσυρση του κοινωνικού κράτους και επιβολή της λογικής της αγοράς σε νέους τομείς της κοινωνικής ζωής, είχαν ως "παρενέργεια" την απαγκίστρωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από την κρατική κηδεμονία, και την ανάδειξη των δυνάμεων συνεργασίας και αλληλεγγύης της ίδιας της κοινωνίας.
Θα ήταν βέβαια αφελές να υποστηρίξουμε ότι όλα αυτά τα νέα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ή ότι αποτελούν μια ξεκάθαρη και ομογενή πρόταση υπέρβασης του καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται περισσότερο για την ανάδειξη του «πλήθους» όπως το αντιλαμβάνονται οι Χαρντ Και Νεγκρι, παρά για την ανάδειξη ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου με την μαρξιστική έννοια.
Η ίδια η έννοια του  επαναστατικού υποκειμένου βρίσκεται σε κρίση, σε αυτή την εποχή πλουραλισμού υποκειμένων και αγώνων. Το οικολογικό ζήτημα βοήθησε να γίνει ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό ένα οικουμενικό αίτημα, και όχι απλά μια διαμάχη ανάμεσα σε δυο τμήματα του πληθυσμού για το ποιος θα πάρει μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της οικονομικής ανάπτυξης. Σε μεγάλο βαθμό οι κοινωνικοί αγώνες έχουν απομακρυνθεί από το πεδίο της εργασίας, που λειτουργούσε ως συνεκτικός ιστός τους τον προηγούμενο αιώνα. Αυτό κατά τη γνώμη μου όχι μόνο δεν αποτελεί ήττα των κινημάτων, αλλά και αποτελεί σημείο καμπής στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πολιτισμού, αφού ενσωματώνει μια κριτική στην ίδια την έννοια της εργασίας.
Πουθενά αυτή η κριτική στην έννοια της εργασίας δεν έχει διατυπωθεί τόσο ξεκάθαρα όσος στο έργο του Τζον Χολλογουεη, ενός ανορθόδοξου μαρξιστή.
Για το Χόλλογουεη η εργασία δεν είναι μια διαχρονική, διιστορική έννοια η οποία συνοδεύει αναπόφευκτα την ύπαρξή μας, αλλά είναι μια έννοια που αποτελεί προϊόν του καπιταλισμού και είναι συνυφασμένη με αυτόν.
Δανείζεται από το Μαρξ την έννοια του διφυή χαρακτήρα της εργασίας. Βασική κατηγορία είναι το ανθρώπινο πράττειν. Η ροη του πράττειν ως δραστηριότητα που εξυπηρετεί την ανθρώπινη αναπαραγωγή είναι διαχρονική. Ο καπιταλισμός παίρνει το πράττειν και το μετατρέπει σε αφηρημένη εργασία, δηλαδή δραστηριότητα προσανατολισμένη στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας.
Η μετατροπή του πράττειν σε αφηρημένη εργασία, σε μετρήσιμη και ετεροκαθορισμένη δραστηριότητα, παράγει τον εργάτη ως προσωποποιημένη εργασία. Επίσης συγκροτεί τη φύση ως αντικείμενο και παράγει τον αφηρημένο, ομογενοποιημένο  χρόνο, που συμβολίζεται από το ρολόι. Η αφηρημένη εργασία αντικαθιστά τη ροη της κοινωνικής συνεργασίας με ένα σύστημα ανταλλαγής εμπορευμάτων και παράγει πραγμοποιημένες κοινωνικές σχέσεις.
Πως είναι δυνατόν οι εργάτες ως προσωποποίηση της αφηρημένης εργασίας να αποτελέσουν ταυτόχρονα μια επαναστατική τάξη που θα ανατρέψει τον εαυτό της;
Η μεταγενέστερη μαρξιστική σκέψη αγνόησε αυτό το διαχωρισμό μεταξύ πράττειν και αφηρημένης εργασίας και προσέγγισε την εργασία ως μια ενιαία και θετική δύναμη, μια διιστορική δραστηριότητα που μεσολαβεί ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, μετασχηματίζει την υλη με στόχο την επίτευξη κάποιου στόχου και αποτελεί προϋπόθεση για την κοινωνική ζωή.
Από την προοπτική του Χολλογουεη η παραδοχή ότι η κεντρική διαμάχη στον καπιταλισμό είναι αυτή της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο αποτελεί παράδοξο, αφού η εργασία είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό, και αποτελεί προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του.
Και πράγματι, ποτέ η εργατική τάξη δεν ήταν τόσο υποταγμένη στη λογική του κεφαλαίου όσο στην χρυσή εποχή του εργατικού κινήματος στη δύση, και αντίστοιχα στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη.
«Το να θεωρούμε την εργασία βάση του αντικαπιταλιστικού κινήματος σημαίνει ουσιαστικά ότι παγιδεύουμε αυτό το κίνημα μέσα στο κεφάλαιο", λέει ο Χόλλογουεη.
Ακόμα και εργατική αυτοδιεύθυνση που κατά τη γνώμη μου είναι ότι πιο ριζοσπαστικό έχει να προτείνει το εργατικό κίνημα μπορεί να είναι ελλιπής αν δεν στηριχτεί πάνω σε μια κριτική της έννοιας της εργασίας.
Φυσικά αυτό δεν καταδικάζει το εργατικό κίνημα στο περιθώριο ούτε σημαίνει το τέλος των εργατικών αγώνων, αλλά αντίθετα ανοίγει ένα καινούριο πεδίο αγώνα μέσα, ενάντια και πέρα από την εργασία.
Εμείς λοιπόν φτιάχνουμε τον καπιταλισμό. Πρέπει να σταματήσουμε να τον φτιάχνουμε και να κάνουμε κάτι άλλο. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάδυση αυτής της πληθώρας νέων εγχειρημάτων βασισμένων στην αρχή της ισότητας, της οριζοντιότητας, της συμμετοχής.
Κοινωνικά κέντρα, καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, πειράματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα ανταλλαγών, χαριστικά παζάρια, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, και η λίστα εμπλουτίζεται συνεχώς.
Ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες της κάθε μίας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες αυτές οι νέες συλλογικότητες εκφράζουν μία απογοήτευση από τα πολιτικά κόμματα και το κράτος, ως ενιαίων χώρων διοχέτευσης και επίλυσης των αιτημάτων τους, και  προτάσσουν ένα στόχο ριζοσπαστικό: μια συνολική μεταμόρφωση του τρόπου δράσης και σκέψης. Σε περιορισμένο βαθμό, και με τις αντιφάσεις και αμφισημίες που χαρακτηρίζουνε όλα τα κοινωνικά κινήματα ως απόπειρες υπέρβασης του υπάρχοντος, τα εγχειρήματα αυτά έχουν δημιουργήσει στο εσωτερικό τους κοινωνικές σχέσεις αντίθετες στη δυναμική της αγοράς και στην "κρατικο-κεντρική" ιεραρχία. 
Πρόκειται για πειράματα κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω τα οποία δεν επιβάλλουν αλλαγές σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Δημιουργούν ξεκάθαρες προτάσεις αλλά δεν έχουν ένα σχέδιο συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού από τα πάνω. Η ίδια τους η πολυμορφία είναι ένδειξη ελευθερίας  στην πράξη: Δεν έχουμε ένα μοναδικό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά μία πληθώρα μοντέλων βασισμένων σε παρόμοιες αξίες, αρχές και πρακτικές.
Αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν ταυτόχρονα λύση σε άμεσες πρακτικές ανάγκες, αλλά και κοινωνικό πειραματισμό, δηλαδή απόπειρα κοινωνικής αλλαγής στο εδω και στο τώρα, αφού δεν περιμένουν την αβέβαιη μαγική στιγμή της επανάστασης. Αλλά και όταν έρθει αυτή τη στιγμή, θα έχουν μια καλή ιδέα για το τι μπορεί να λειτουργήσει στη μεταεπανασταστική κοινωνία και τι όχι.
Το να τα χαρακτηρίσουμε «κινήματα αντίστασης» σημαίνει ελλιπή κατανόηση τους: πρόκειται για μικρά πειράματα  «αυτονομίας», η καλύτερα «αυτονόμησης» για να δοθεί έμφαση στην διαδικασία και όχι στην κατάσταση, που περνάν από την καταγγελία του υπάρχοντος προς την προεικονιστική οικοδόμηση διαφορετικών κοινωνικών σχέσεων και δομών. Δεν περιορίζονται στο «βιοπολιτικό» πεδίο, αν και αυτό είναι το κατεξοχήν πεδίο δράσης τους, αλλά το παίρνουν ως αφετηρία με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου που συνειδητά θα απορρίψει τις αξίες του καπιταλισμού.
Φυσικά όπως είπα και πιο πάνω ούτε όλα αυτά τα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ούτε αποτελούν πανάκεια για όλα τα πολιτικά μας προβλήματα. Σίγουρα από μόνα τους δεν είναι αρκετά  τα εγχειρήματα αυτονομίας. Το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται βάζει περιορισμούς και πρέπει να βρεθούν δημιουργικοί τρόποι υπέρβασης τους. Πάντα επίσης υποβόσκει ο κίνδυνος του αναχωρητισμού και της απομόνωσης από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Θα ήθελα εδώ να πω με δύο λέξεις ποιο πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα για την διαμόρφωση μίας ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής στηριγμένης πάνω σε αυτά τα εγχειρήματα:
Θα πρέπει καταρχήν να υπάρχει σεβασμός στην πολλαπλότητα των υποκειμένων και των αγώνων, και αυτή η πολλαπλότητα να αρθρώνεται  μέσα από την κοινή πράξη και όχι από την  ιδεολογική σύγκλιση. Οι αγώνες κάθε υποκειμένου για χειραφέτηση έχουν τη δική τους αξία και πρέπει να μπορούν να διατηρούν την αυτονομία τους και όχι να ανάγονται και να υπάγονται σε κάποια πιο κεντρική διαμάχη.
Ορίζοντας όλων αυτών των κινήσεων θα πρέπει να είναι η πολιτική αυτονομία, με την πραγματική έννοια του όρου: η δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με τους όρους που θέτουμε εμείς ως συλλογικά υποκείμενα.
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η κίνηση προς την αυτονομία περνάει απαραίτητα από τη δημιουργία φορέων από την ίδια την κοινωνία για την δικτύωση μεταξύ κοινοτήτων, την διαχείριση των κοινών και την επίλυση διαφορών. Είναι απαραίτητη η δημιουργία θεσμών που θα ενώσουν το βιοπολιτικό πεδίο με το πολιτικό και θα συγκροτήσουν ένα νέο πόλο «από τα κάτω» στην πολιτική ζωή.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των νέων αυτών θεσμών θα πρέπει να είναι:
  • Να επιτρέπουν έναν καταμερισμό εργασίας που να μην ευνοεί όμως την εξειδίκευση και την ανάθεση, πχ μέσω κληρωτών θέσεων ευθύνης.
  • Να επιτρέπουν έναν "ήπιο" βαθμό εκπροσώπησης χωρίς να φτάνουν όμως στην αντιπροσώπευση.
  • Να οριοθετούν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συλλογικοτήτων που τους αποτελούν.
  • Να θεσμίσουν μηχανισμούς συλλογικής απόφασης, σύνθεσης των απόψεων, επίλυσης διαφορών.
Με αυτό τον τρόπο τα εγχειρήματα βάσης θα μπορούν να μεταφέρουν την πολιτική κουλτούρα των συνελεύσεων τους σε ένα ανώτερο επίπεδο δικτύωσης, και θα αποτελέσουν έτσι εργαλεία "εποικισμού» της πολιτικής ζωής με τις αξίες των κινημάτων κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω, αντίθετα με τους μηχανισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που αποτελούν ακριβώς το ανάποδο.
Μέσα από τη δημιουργία τέτοιων φορέων θα μπορέσουμε να φτάσουμε στη διατύπωση ξεκάθαρων αιτημάτων πολιτικής μεταρρύθμισης, όχι στους όρους του εφικτού στο δεδομένο σύστημα, αλλά σε όρους αυτού που θα έπρεπε να είναι εφικτό σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες και απαιτήσεις.
Οι θεσμοί αυτοί θα πρέπει να περπατήσουν πάνω σε μία λεπτή γραμμή που χωρίζει δύο άκρα. Το ένα άκρο σημαίνει την ενσωμάτωση στις πρακτικές της ετερόνομης πολιτικής και το άλλο άκρο σημαίνει την απομόνωση από το κοινωνικό για χάρη κάποιας ριζοσπαστικής αγνότητας. Από το πώς θα ισορροπήσουμε ανάμεσα σε αυτά τα δυο άκρα θα εξαρτηθεί η επιτυχία του εγχειρήματος.