5 Οκτωβρίου 2012

Αυτονομίες: Οι κοινότητες ως αντι-κόσμοι διαρκούς αντίστασης

Πως μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την νέα στρατηγική κοινωνικής χειραφέτησης που δεν απαιτεί την καθολική και απότομη αλλαγή της κοινωνίας από τα πάνω, αλλά χτίζει την ελευθερία με υπομονή και επιμονή, μέρα με τη μέρα;

Θοδωρής Καρυώτης

Οκτώβριος 2012
Με την πτώση του σοβιετικού μπλοκ η ιδέα ότι η κατάληψη της κεντρικής εξουσίας από μια ομάδα πεφωτισμένων θα μπορούσε να μετασχηματίσει την κοινωνία προς όφελος των κατώτερων στρωμάτων μπαίνει σε κρίση, και μαζί της μπαίνει σε κρίση και όλη η Αριστερά. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο έρχεται να διαλύσει όλα όσα η Αριστερά θεωρούσε κεκτημένα, όλα τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα που η εργατική τάξη είχε κατακτήσει μέσα από μακρόχρονους αγώνες.
Αντί να θρηνούμε το τέλος των άλλοτε ένδοξων εργατικών αγώνων, ας μελετήσουμε τις νέες δυνατότητες που έχουν αναδυθεί με αφορμή αυτή την κρίση. Την πρώτη Ιανουαρίου του 1994, μια ομάδα ιθαγενών, μέχρι τότε στο περιθώριο της κοινωνίας, ξεσηκώνονται στα δάση του Μεξικού, όχι για να διεκδικήσουν την συμπερίληψη τους στον κορμό της κοινωνικής ζωής, αλλά για να απαιτήσουν τον σεβασμό στη διαφορετικότητα τους, να υπερασπιστούν τα αυτόνομα εδάφη τους και το δικαίωμα τους στην αυτοδιάθεση.
Πως μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την νέα στρατηγική κοινωνικής χειραφέτησης που δεν απαιτεί την καθολική και απότομη αλλαγή της κοινωνίας από τα πάνω, αλλά χτίζει την ελευθερία με υπομονή και επιμονή, μέρα με τη μέρα;
Ας τολμήσουμε να αντιστρέψουμε την - κοινή στην ελευθεριακή σκέψη -παραδοχή ότι το κράτος και η αγορά είναι «εξωκοινωνικοί θεσμοί». Πράγματι σήμερα είναι δύσκολο να βρούμε κάποια αγνή και αμόλυντη "κοινωνία" κάτω από το κράτος και την αγορά, με την έννοια ότι οι βασικοί δεσμοί που αναπαράγουν την κοινωνική ζωή είναι δομημένοι μέσα από το κράτος και την αγορά. Οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους και της αγοράς, όπως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και ο μηχανισμός του χρέους είναι οι τελευταίοι σε μια σειρά μηχανισμών στους οποίους καταφεύγουν αυτοί οι θεσμοί για να επιβάλλουν τη λογική τους. Σε όλη την διάρκεια της ζωής μας εσωτερικεύουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγονται, για παράδειγμα μέσα από την αρχή της ανάθεσης/αντιπροσώπευσης ή μέσα από την αρχή της μεγιστοποίησης του κέρδους, κτλ.
Ακολουθώντας τον Φουκώ, ας ονομάσουμε «βιοπολιτικό» αυτό το πεδίο αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων . Το υποκείμενο είναι προϊόν της εξουσίας: οι εμπορευματικές και ταξικές και κυριαρχικές σχέσεις μας έχουν καθορίσει σε τέτοιο βαθμό που είμαστε καταδικασμένοι να τις αναπαράγουμε. Κάθε ένας από εμάς είναι ένας φορέας αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Το κράτος και η αγορά λοιπόν δεν κυριαρχούν παρασιτικά, από έξω, αλλά από το εσωτερικό της κοινωνικής ζωής.
Φυσικά το βιοπολιτικό πεδίο δεν είναι αρκετό για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, απαιτείται επίσης ένα «πολιτικό» πεδίο με την παραδοσιακή έννοια του όρου: το κράτος, το αντιπροσωπευτικό σύστημα, οι νόμοι, οι οικονομικοί θεσμοί, οι μηχανισμοί καταστολής και ενσωμάτωσης, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διαχείριση της καπιταλιστικής ολότητας.
Υπό αυτή την οπτική, οι στρατηγικές κοινωνικής χειραφέτησης που επικεντρώνονται στην αλλαγή του «πολίτικου» χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το «βιοπολιτικό», θα καταφέρουν στην καλύτερη περίπτωση πολύ αποσπασματικές και πρόσκαιρες νίκες: είμαστε προγραμματισμένοι να αναπαράγουμε τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαια υπερβολή να πούμε ότι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων καθορίζονται από το κράτος και την αγορά.  Επιβιώνουν στην κοινωνία σχέσεις κοινοτικές, συλλογικές, συνεργατικές που δραπετεύουν από την λογική της εξατομίκευσης και της μεγιστοποίησης του οφέλους, της αφηρημένης εργασίας και της συσσώρευσης.
Η παγκόσμια  οικονομική κρίση, αποτέλεσμα πολλών δεκαετιών επιβολής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και αντιστροφής όλων των κεκτημένων του εργατικού κινήματος,  δημιούργησε μια έκρηξη κοινωνικής δημιουργικότητας προς αυτή την κατεύθυνση. Η απόσυρση του κοινωνικού κράτους και επιβολή της λογικής της αγοράς σε νέους τομείς της κοινωνικής ζωής, είχαν ως "παρενέργεια" την απαγκίστρωση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας από την κρατική κηδεμονία, και την ανάδειξη των δυνάμεων συνεργασίας και αλληλεγγύης της ίδιας της κοινωνίας. (το κράτος πρόνοιας ως ενσωμάτωση)
Θα ήταν βέβαια αφελές να υποστηρίξουμε ότι όλα αυτά τα νέα εγχειρήματα είναι ανοιχτά ανταγωνιστικά προς τον καπιταλισμό, ή ότι αποτελούν μια ξεκάθαρη και ομογενή πρόταση υπέρβασης του καπιταλισμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πρόκειται περισσότερο για την ανάδειξη του «πλήθους» όπως το αντιλαμβάνονται οι Χαρντ Και Νεγκρι, παρά για την ανάδειξη ενός νέου επαναστατικού υποκειμένου με την μαρξιστική έννοια.
Η ίδια η έννοια του  επαναστατικού υποκειμένου βρίσκεται σε κρίση, σε αυτή την εποχή πλουραλισμού υποκειμένων και αγώνων. Το οικολογικό ζήτημα βοήθησε να γίνει ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό ένα οικουμενικό αίτημα, και όχι απλά μια διαμάχη ανάμεσα σε δυο τμήματα του πληθυσμού για το ποιος θα πάρει μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της οικονομικής ανάπτυξης. Σε μεγάλο βαθμό οι κοινωνικοί αγώνες έχουν απομακρυνθεί από το πεδίο της εργασίας, που λειτουργούσε ως συνεκτικός ιστός τους τον προηγούμενο αιώνα. Αυτό κατά τη γνώμη μου όχι μόνο δεν αποτελεί ήττα των κινημάτων, αλλά και αποτελεί σημείο καμπής στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού πολιτισμού, αφού ενσωματώνει μια κριτική στην ίδια την έννοια της εργασίας.
Εμείς λοιπόν φτιάχνουμε τον καπιταλισμό. Πρέπει να σταματήσουμε να τον φτιάχνουμε και να κάνουμε κάτι άλλο. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάδυση αυτής της πληθώρας νέων εγχειρημάτων βασισμένων στην αρχή της ισότητας, της οριζοντιότητας, της συμμετοχής.
Κοινωνικά κέντρα, καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, πειράματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα ανταλλαγών, χαριστικά παζάρια, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, αυτοδιευθυνόμενα εργοστάσια. Κινήματα δηλαδή που δεν διεκδικούν απλά μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της καπιταλιστικής «ανάπτυξης», αλλά οραματίζονται ένα διαφορετικό πολιτισμό και ξεκινάν να τον χτίζουν εδώ και τώρα.
Ας σταθούμε σε μερικά χαρακτηριστικά αυτών των αυτόνομων κοινωνικών κινημάτων, όπως τα διατύπωσε ο Raul Zibechi σε σχέση με τον πλούσιο κινηματικό κόσμο της Λατινικής Αμερικής, αλλά και όπως διαγράφονται σήμερα στην διαλυμένη από την κρίση Ελλάδα.
1) Το ρίζωμα τους σε εδάφη που έχουν ανακτήσει ή κατακτήσει μέσα από αγώνες. Σε αυτό υπάρχει μία σαφής διαφοροποίηση από τα εργατικά κινήματα του παρελθόντος, όπου η έννοια του αγώνα και της συνείδησης φαινόταν να διαλύεται τη στιγμή που ο εργάτης βγαίνει από το χώρο της παραγωγής, στερεοτυπικά το φορντιστικό εργοστάσιο. Αντίθετα στα αυτόνομα κινήματα της Λ. Αμερικής, οι νέες υποκειμενικότητες αποκτούν υπόσταση μέσα από τη δημιουργία χώρων τους οποίους κατοικούν και διαχειρίζονται συλλογικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτοί έχουν τη μορφή κατειλημμένων ή ανακτημένων γεωργικών ή περιαστικών εκτάσεων, το οποίο τους επιτρέπει να οργανώσουν την υλική αναπαραγωγή των ζωών τους. Συγκροτούνται σε δίκτυα διάσπαρτων περιοχών που λειτουργούν με βάση τους εσωτερικούς «κοινοτικούς δεσμούς». Ο Zibechi προτιμάει αυτό τον όρο.
2) Η διεκδίκηση της ουσιαστικής τους αυτονομίας από το κράτος, τα πολιτικά κόμματα και την αγορά. Ενώ το εργατικό κίνημα αγωνίζονταν για τη συμπερίληψη του στις παροχές του κράτους πρόνοιας, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της νομιμότητας του κράτους, τα νέα αυτόνομα κινήματα αγωνίζονται για την υποκατάσταση των κρατικών δομών με κοινοτικές/αυτοδιαχειριζόμενες δομές, τόσο στο χώρο της υγείας και της παιδείας όσο και στην καθημερινή διακυβέρνηση των ζωών τους.  Παράλληλα επιζητούν την αυτάρκεια και τη διαφοροποίηση της παραγωγής, με σκοπό την σταδιακή απεξάρτηση τόσο από την αγορά, όσο και από τον καπιταλιστικό χρόνο και τους ρυθμούς παραγωγής που αυτός επιβάλλει. Σε περιορισμένο βαθμό, και με τις αντιφάσεις και αμφισημίες που χαρακτηρίζουν όλα τα κοινωνικά κινήματα ως απόπειρες υπέρβασης του υπάρχοντος, τα εγχειρήματα αυτά έχουν δημιουργήσει στο εσωτερικό τους κοινωνικές σχέσεις αντίθετες στη δυναμική της αγοράς και στην "κρατικο-κεντρική" ιεραρχία. 
3) Η προσπάθεια επανεκτίμησης της κουλτούρας τους και της διαφορετικότητας τους. (πολιτικοποίηση της διαφοράς, αυτοσυνείδηση, η διαδικασία του να ονοματίζεις αυτό που κάνεις). Τα κοινωνικά κινήματα στη Λ. Αμερική αποτελούνται είτε από ιθαγενείς που πάντοτε βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είτε από μέλη της εργατικής τάξης που εξωθήθηκαν στην εξαθλίωση από τις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σε κάθε περίπτωση συνειδητοποιούν ότι η έννοια της ιδιότητας του πολίτη αποκτά νόημα μόνο όταν υπάρχουν αποκλεισμένοι από αυτή. Έτσι αναζητούν νέες ταυτότητες μέσα από την ανάδειξη των εθνοτικών, γλωσσικών, ταξικών, κοινοτικών, έμφυλων χαρακτηριστικών τους, ενάντια στην ομογενοποίηση που επιβάλλει η εθνική ταυτότητα.
4)Παίρνουν στα χέρια τους την εκπαίδευση και παράγουν τη δική τους θεωρία. Χώρος εκπαίδευσης δεν είναι μόνο η αίθουσα του σχολείου, αλλά όλη η κοινότητα, και διδάσκοντες δεν είναι μόνο οι εκπαιδευτικοί, αλλά όλα τα μέλη της κοινότητας. Δεν εξαρτώνται από ξένους προς αυτούς διανοούμενους για την παραγωγή θεωρίας, αλλά μέσα από διαδικασίες όσμωσης των κοινωνικών κινημάτων με τον ακαδημαϊκό χώρο δημιουργούν τους δικούς τους «οργανικούς» διανοούμενους.
5) Οι γυναίκες αποκτούν μια ιδιαίτερη θέση στην κοινοτική οργάνωση, αφού κλονίζεται ο ίδιος ο διαχωρισμός μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας που πιο πριν καταδίκαζε τη γυναίκα  να ζει περιορισμένη στο οικιακό περιβάλλον. Στις νέες κοινότητες που δημιουργούνται, όπου τα όρια ανάμεσα στους χώρους κατοικίας, εκπαίδευσης, παραγωγής και συνεύρεσης δεν είναι πάντα αυστηρά και διακριτά, οι γυναίκες συχνά αποτελούν τον πρωταρχικό φορέα συνέχειας και ενότητας.
6) Η απόρριψη των ιεραρχικών σχέσεων στην παραγωγή και η δημιουργία παραγωγικών μονάδων νέου τύπου, μέσα από οριζόντιες σχέσεις ισότητας και με τον ελάχιστο καταμερισμό εργασίας. Υπάρχει μια πληθώρα συνεταιριστικών μοντέλων, από την οικοτεχνία μέχρι το ανακατειλημμένο εργοστάσιο. Εδώ μπορεί να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με μια νέα οικονομία βασισμένη στην αλληλεγγύη και στο συνεργατισμό, ή οποία όμως θα λάβει σοβαρά υπόψη της τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού καθώς και τους δρόμους πιθανής υπέρβασής του. (Διαχωρισμός ανάμεσα στη σφαίρα της παραγωγής-αναπαραγωγής, καθορισμός τιμών και κατανομής του πλούτου μέσω της αγοράς, κατακερματισμένος χρόνος, ποσοτικοποίηση, παραγωγή με σκοπό την ανταλλαγή).
Πρόκειται για πειράματα κοινωνικής χειραφέτησης από τα κάτω τα οποία δεν επιβάλλουν αλλαγές σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Δημιουργούν ξεκάθαρες προτάσεις αλλά δεν έχουν ένα σχέδιο συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού από τα πάνω. Δεν θέλουν να επιβάλλουν το όραμά τους, ίσως αυτό θα τους φαινόταν αντιφατικό . Η ίδια τους η πολυμορφία είναι ένδειξη ελευθερίας  στην πράξη: Δεν έχουμε ένα μοναδικό μοντέλο που θα πρέπει να εφαρμοστεί, αλλά μία πληθώρα μοντέλων βασισμένων σε παρόμοιες αξίες, αρχές και πρακτικές. Αυτά τα εγχειρήματα αποτελούν ταυτόχρονα λύση σε άμεσες πρακτικές ανάγκες, αλλά και κοινωνικό πειραματισμό, δηλαδή απόπειρα κοινωνικής αλλαγής στο εδώ και στο τώρα, αφού δεν περιμένουν την αβέβαιη μαγική στιγμή της επανάστασης.
Διαφορά ανάμεσα στα κινήματα των πόλεων και της υπαίθρου
Από την άλλη η ίδια η ιδέα ότι μπορούμε απροβλημάτιστα να εφαρμόσουμε την αυτονομία στις πόλεις όπως οι ιθαγενικές κοινότητες την έχουν εφαρμόσει στα χωριά τους - να γίνουμε δηλαδή "Ζαπατίστας των πόλεων" όπως λέει ο Χολλογουεη- μπορεί να είναι παραπλανητική. Και αυτό γιατί ενώ αναμφισβήτητα αποτελούν κομμάτι της ίδιας πάλης, αναπτύσσονται σε εντελώς διαφορετικές υλικές συνθήκες: Ενώ τα κινήματα αυτονομίας στις πόλεις αποτελούν "κοινωνικά κινήματα" τα οποία δρουν σε ένα έδαφος ανομοιογενές και έντονα "αποικισμένο" από τις καπιταλιστικές αξίες, όπου το κράτος έχει μια πολύ ισχυρή φυσική και συμβολική παρουσία,  τα κινήματα της υπαίθρου αποτελούν μάλλον "κοινωνίες σε κίνηση": μοιράζονται δηλαδή έδαφος, θεσμούς, μέσα βιοπορισμού και προϋπάρχοντες κοινωνικούς δεσμούς, μοιράζονται με άλλα λόγια κοινότητα.
Είναι εύλογο λοιπόν να θέλουμε κτίσουμε την αυτονομία των πόλεων μέσα από μια νέα σχέση με τη γη και με μια επαναξιολόγηση της ιδέας της κοινότητας. Η κοινότητα ωστόσο ιστορικά δεν υπήρξε μόνο εργαλείο χειραφέτησης, αλλά και πηγή αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών. Πάντα επίσης υποβόσκει ο κίνδυνος του αναχωρητισμού και της απομόνωσης από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Με λίγα λόγια όσο κινδυνεύουν τα εγχειρήματα αυτονομίας από το καπέλωμα ή την ενσωμάτωση στους θεσμούς της αντιπροσώπευσης, άλλο τόσο κινδυνεύουν από τον κατακερματισμό σε αυτοτελείς και αυτιστικές κοινότητες που ανταγωνίζονται η μια την άλλη - ή σε πολλά και ανταγωνιστικά "μαγαζάκια" για να χρησιμοποιήσω την τρέχουσα ορολογία.
Το στοίχημα λοιπόν είναι τόσο η δημιουργία βιώσιμων και οργανικών κοινοτήτων όσο και η εξασφάλιση της δικτύωσης τους μέσω φορέων που θα μπορούν αποτελεσματικά να θεσπίσουν μηχανισμούς κοινής απόφασης και δράσης, να διαχειριστούν τα κοινά, να επιλύουν διαφορές με ήπιους τρόπους, κτλ, χωρίς να φτάνουν όμως στην αντιπροσώπευση και στην ανάθεση.